Τα πιο ωραία πράγματα έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις, λένε. Τα ξαφνικά είναι τα καλύτερα, λένε. Ο αυθορμητισμός κι οι εκπλήξεις δημιουργούν εγγυημένα καλύτερες αναμνήσεις απ’ ό,τι τα πιο καλοσχεδιασμένα προγραμματισμένα, λένε. Ε, για να το λένε, δίκιο θα έχουν.
Έχουμε πολλά στάνταρ πράγματα στο μυαλό μας για τον ιδανικό σύντροφο, αλλά η πραγματικότητα δε νοιάζεται, έρχεται και μας ρίχνει μια σφαλιάρα στα μούτρα. Κι αυτό, όσο κι αν μας σοκάρει, δεν είναι απαραίτητα κακό. Πολλές σχέσεις ξεκίνησαν από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, από «αποκλείεται» κι «ας γελάσω», καταλήγοντας σε κάτι πολύ όμορφο.
Αν δεν τους έχουμε ζήσει, έχουμε τουλάχιστον ακούσει για έρωτες που ξεκίνησαν από το πουθενά. Για ‘κείνους που έλεγαν με πείσμα και δήθεν σιγουριά «Εγώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο ποτέ» και τώρα έχουν δύο παιδιά. Για ‘κείνους που δήλωναν κατηγορηματικά λάτρεις των ξανθών υπάρξεων και τώρα λιώνουν για ένα μελαχρινάκι. Ακόμα και για εκείνο το ζευγάρι που προέκυψε από μια σειρά άκυρων συμπτώσεων, από ένα ταξίδι της τελευταία στιγμής που έστησε ερήμην τους τη γνωριμία τους, από δυο τυχαία βλέμματα που συναντήθηκαν μες στο μπαρ.
Κι έχουμε και συναναστροφές που άρχισαν απλά ως ξεπέτα κι αποδείχτηκαν πολύ δυνατότερες από ασφαλείς σχέσεις που ξεκίνησαν με επίσημα δείπνα σε ακριβά εστιατόρια. Άνθρωποι εντελώς αντίθετοι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια εντελώς ισορροπημένη καθημερινότητα κι άλλοι που τα ‘βαλαν όλα λογικά κάτω και τα συμφώνησαν, πνίγονται σε ρουτίνες και συμβιβασμούς.
Απρόσκλητος έρχεται ο έρωτας και συχνά με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να ρωτήσεις κανένα, χωρίς να δώσει εξηγήσεις, απλά σηκώνεται και φεύγει. Κι άντε μετά να ξανάρθει. Και για να μην είμαστε απόλυτοι, υπάρχει η περίπτωση που σιγοκαίει η φωτιά του και χρειάζεται μονάχα λίγη ώθηση για να φουντώσει πάλι. Υπάρχει, όμως, κι η συχνότερη περίπτωση που ξυπνάς μια ωραία μέρα, βλέπεις τον άλλο δίπλα σου κι αναρωτιέσαι γιατί είσαι εκεί. Έρχεται μια στιγμή που δε νιώθεις τίποτα πια, ούτε θυμό, ένα κενό. Ένα «Τι κάνω εγώ εδώ; Βολεύτηκα; Συνήθισα; Πού πήγαν τα όνειρά μου; Ο έρωτας πού πήγε;».
Κι η φυγή μοιάζει με απόφαση που σκάει στο λεπτό, μα δε σου αφήνει καμιά αμφιβολία πως είναι η καλύτερη λύση. Πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν και τα αγνόησες, συμπεριφορές που σε ενόχλησαν μα τις δικαιολόγησες, κινήσεις που δεν τους έδωσες την πρέπουσα σημασία, τώρα όλα μαζί σκάνε σαν ηφαίστειο που κοιμόταν τόσο καιρό κι ετοίμαζε το ξέσπασμά του.
Τότε καταλαβαίνεις πως είναι η στιγμή να κλείσεις την πόρτα πίσω σου. Να απομακρυνθείς από μία –εξαρχής ή πλέον– μέτρια κατάσταση που σου πρόσφερε απλά μια ασφάλεια και μια έξτρα παρουσία στις εξόδους και το κρεβάτι σου, που διευκόλυνε κάπως την επιβίωσή σου, και να ψάξεις να βρεις τι σε κάνει να ζεις πραγματικά. Όταν ξενερώσεις με κάποιον, όσο κι αν προσπαθήσεις, δεν υπάρχει επιστροφή. Ο διακόπτης έπεσε κι οποιαδήποτε προσπάθεια οδηγεί σε βραχυκύκλωμα.
Κι αν κι η ξενέρα περιέχει μέσα της την αίσθηση του ξαφνικού, στην ουσία είναι μια ώριμη απογοήτευση, που με μια αφορμή, σαν κερασάκι στην τούρτα, ξεσπά. Δεν είναι βαρεμάρα ούτε και ρουτίνα. Είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα που απλά δε θες να βλέπεις καν τον άλλον, σε ενοχλεί πλέον ακόμα κι η παρουσία του. Δε σε νοιάζει τι κάνει και πού είναι, γιατί απλά δε σε νοιάζει ο ίδιος.
Έχουν δίκιο, λοιπόν, που λένε πως τα ξαφνικά είναι τα καλύτερα. Γιατί ακόμα κι αν αυτό το αναπάντεχο αφορά ένα τέλος, μας κάνει πιο εύκολη την επόμενη αρχή, αφού αστραπιαία ξεπερνάμε αυτήν την κατάσταση, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς να μας απασχολούν τα «γιατί».
Φτάνει να ‘χεις τη δύναμη να το παραδεχτείς και να αλλάξεις ρότα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη