Φίλος μας το αλκοόλ αλλά όχι τυπικό φιλαράκι. Έχει μια ιδιαίτερη δύναμη να μας κάνει πιο αδύναμους και πιο δυνατούς συνάμα την ίδια στιγμή. Μας προκαλεί κάτι μοναδικό, που ίσως τίποτα άλλο να μην το καταφέρνει. Απ’ τη μία, μας δίνει το θάρρος να ανοιχτούμε, να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για πρόσωπα και καταστάσεις, για θέματα που δεν τολμάμε να πειράξουμε νηφάλιοι∙ μυστικά, λάθη, αδικίες. Απ’ την άλλη μας βυθίζει στη θλίψη, μας κάνει ευάλωτους κι εύθραυστους. Εκφράζουμε πνιγμένα παράπονα και καταπιεσμένο πόνο, που ‘χαμε κρύψει, τάχα, για λόγους αξιοπρέπειας.
Πόσες φορές έχουμε ξεκινήσει για «ένα ποτό χαλαρά» κι έχουμε καταλήξει να γυρνάμε σπίτι ξημερώματα; Μόνο το αλκοόλ μπορεί να μας το κάνει αυτό. Η μεγάλη του δύναμη, όμως, ξεδιπλώνεται όταν είμαστε μόνοι με ένα-δύο καλούς φίλους. Τότε είναι που μας βγαίνει αυτή η εξομολογητική διάθεση.
Το κόκκινο κρασί λένε πως είναι απ’ τα πιο χαλαρωτικά ποτά και μετά ακολουθεί η μπίρα. Οι περισσότεροι που ‘χουμε περάσει από φοιτητική ζωή έχουμε να θυμόμαστε μεθύσια σε σπίτια ή σε ταβερνάκια, με κόκκινο ημίγλυκο. Συνήθως χύμα σε καραφάκι και χαμηλά ποτήρια, όχι σε κυριλέ εστιατόρια ή μπαράκια με κολονάτα ποτήρια και μπουκάλια σε σαμπανιέρες.
Είναι στιγμές πιο παρεΐστικες, πιο ζεστές, προσωπικές. Στιγμές που φοράς τις φόρμες σου ή το σκισμένο σου τζιν, αφού το μόνο που σε νοιάζει είναι να μιλήσεις σε ένα δικό σου άνθρωπο. Όλο το νόημα το βρίσκεις στη φράση «βάλε ένα ποτό να στα πω», απευθυνόμενη, σχεδόν κατά κανόνα, στο κολλητάρι. Θέλουμε να ανοιχτούμε, να πούμε πράγματα που μας βαραίνουν, αλλά χρειαζόμαστε μια μικρή ώθηση, μια βοήθεια, κάτι να ξεκλειδώσει τη γλώσσα μας. Κι αν δεν το ζητήσουμε εμείς, καταλαβαίνει το φιλαράκι μας την ανάγκη μας και το προτείνει. Οι καφέδες πάνε στην άκρη και λέει απλά «άσε, φέρνω το μπουκάλι».
Λίγο η νύχτα, λίγο το αλκοόλ, λίγο ο άνθρωπος που ‘χουμε απέναντί μας, και ξέρουμε πως μπορούμε να τον εμπιστευτούμε, λέμε πράγματα που ούτε καν στον εαυτό μας ίσως να μην είχαμε παραδεχτεί ή βρίσκουμε, επιτέλους, τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Κάποια θέματα δεν είναι εύκολο να τα αγγίξεις, πονάνε, σε θυμώνουν, σε πνίγουν. Πώς να εξηγήσεις ένα χωρισμό ή ένα πρόβλημα στη δουλειά αλλιώς; Πώς να παραδεχτείς ότι δεν άντεξες που είδες το πρώην αίσθημα στον δρόμο με ένα νέο πρόσωπο ή ότι έχεις θέματα με την οικογένειά σου; Αφήνεις το ποτό να κάνει το θαύμα του.
Πίνουμε τις πρώτες γουλιές στη σιωπή, λοιπόν, παίρνουμε μερικές βαθιές ανάσες και ξεκινάμε να μιλάμε. Δε σταματάμε μέχρι να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι μας καταπίεζε και δε θα μπορούσε να βγει χωρίς αυτό το ποτήρι μπροστά μας, που ‘ναι πλέον άδειο. Κι ο απέναντι απλά περιμένει στωικά να ξαλαφρώσουμε για να μπορέσει να μας πει κι αυτός μια γνώμη.
Τέτοια βράδια καταλήγουν συνήθως σε ολονυχτίες και sleepover. Πιο σπάνια έχουν αδειάσει τόσο οι ψυχές κι έχουν στερέψει οι λέξεις που θέλεις να συνεχίσεις το βράδυ σε ένα μαγαζί, για να μη σκέφτεσαι πια, να μην μπορείς να μιλήσεις απ’ τη δυνατή μουσική. Ό,τι είχαμε να πούμε άλλωστε το είπαμε, μετά θέλουμε απλά να εκτονωθούμε ή να πέσουμε απλά για ύπνο.
Η χαλαρωτική ιδιότητα του αλκοόλ μας ηρεμεί, μας κατευνάζει και μπορούμε να μιλήσουμε πιο εύκολα και χωρίς την ένταση που έχουμε νηφάλιοι κι εν βρασμώ. Ξέρουμε, άλλωστε, πως και να ξεφύγουμε λίγο, το φιλαράκι μας δε θα μας παρεξηγήσει, ίσα-ίσα θα μας μαζέψει και θα μας βάλει για ύπνο. Έναν ύπνο ανακουφισμένο πια, που θα οδηγήσει σε ένα πρωινό ξύπνημα γεμάτο λυτρωτικά χαμόγελα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη