Είναι κάποιοι άνθρωποι που αποτελούν σταθερές στη ζωή μας. Ξέρουμε πως πάντα θα βρίσκονται εκεί για μας κι αυτή είναι μια γλυκόπικρη διαπίστωση. Γιατί είναι, σίγουρα, ωραίο να ξέρεις πως όποτε θελήσεις έναν άνθρωπο κάποιος θα ‘ναι εκεί για σένα, όμως από ένα σημείο και μετά φτάνεις να εκμεταλλεύεσαι τα συναισθήματα του άλλου, κι αν έχεις λίγο φιλότιμο, να φορτώνεσαι τις ενοχές κάθε προσέγγισής σου. Αν πάλι οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες και ξηγημένες, γλυτώνεις τις τύψεις και συνεχίζεις τα πήγαιν’ έλα σου μέχρι κάποιος απ’ τους δύο να κουραστεί πρώτος.

Οι περισσότεροι είχαμε (ή ακόμα έχουμε) ένα λιμάνι, ένα άτομο στη ζωή μας στο οποίο γυρνούσαμε πάντα στα δύσκολα, στα ζόρια μας και στα αδειάσματα, όταν τελείωνε μια σχέση, όταν μέναμε μόνοι. Συνήθως, σουλάτσαρε χρόνια στη ζωή μας, ούτε που θυμόμαστε πότε μπήκε και πώς. Ομοίως, όμως, έπραττε κι ο άνθρωπος αυτός. Γυρνούσε πάντα σε εμάς μετά από ένα φινάλε, μια απογοήτευση, ένα χωρισμό.

Μπορεί στο μυαλό μας (ή στις ψευδαισθήσεις μας) να τον βαφτίζαμε φίλο. Μπορεί να ‘μασταν πιο ειλικρινείς μαζί μας, να ‘ταν απλά ένας απροσδιόριστος ρόλος στη ζωή μας, κάτι παραπάνω από φιλαράκι, κάτι λιγότερο από σύντροφος. Ό,τι κι αν λέγαμε εμείς, όσοι μας έβλεπαν μαζί έπιαναν κάτι στην ατμόσφαιρα. Ίσως γι’ αυτό να απομακρυνόμαστε κάθε που ένας απ’ τους δύο μπαίνει σε μια σχέση, κι ύστερα, στην πρώτη αναποδιά, πάλι απ’ την αρχή.

Με το που χωρίζαμε, λοιπόν, ή καταλαβαίναμε πως η σχέση μας έφτανε στο τέρμα, αρχίζαμε την προσέγγιση, την πιο συχνή επικοινωνία, τα μηνυματάκια και τα τηλέφωνα. Καμία κοροϊδία, κι οι δύο ξέραμε τι σημαίνει αυτό. Ίσως να ορίζεται ως καβάτζα, μια αμοιβαία σιγουριά όταν δεν είχαμε τίποτα, ένα περαστικό καταφύγιο.

Οι περιπτώσεις πολλές και διαφορετικές. Μπορεί κάποτε να υπήρξαμε μαζί, να χωρίσαμε για τους όποιους λόγους, μα ποτέ να μην ξεπεράσαμε ο ένας τον άλλον. Μπορεί να μην ήμασταν ποτέ μαζί, να μην παραδεχτήκαμε τη χημεία μας και τα συναισθήματά μας. Μπορεί να το δοκιμάσαμε, μα να το φοβηθήκαμε ή να μη μας βγήκε, να βάλαμε έτσι μία άνω τελεία για μερικές επισκέψεις. Να ‘ταν σαρκικό ή καθαρά πλατωνικό. Σίγουρα, ό,τι κι αν ήταν, ήταν δυνατό.

Το βέβαιο πως σε σχέσεις αυτού του είδους δε χωράνε έλεγχοι και ζήλιες, δεν έχουμε δικαιώματα πάνω στον άλλον ούτε κι υποχρεώσεις απέναντί του. Ή κι όχι. Γιατί τα πράγματα αλλάζουν όταν ο ένας απ’ τους δύο θέλει κάτι παραπάνω.

Τι θα συμβεί όταν συνειδητοποιήσει ο ένας πως όλες οι σχέσεις που έκανε δεν τον κάλυπταν όσο αυτός ο άνθρωπος; Πως ο λόγος που πάντα γυρνούσε εδώ είναι πως ποτέ ουσιαστικά δεν έφευγε; Τι θα κάνουμε το βράδυ που θα αισθανόμαστε την ανάγκη να τον πάρουμε τηλέφωνο, αλλά θα έχει βγει ραντεβού με το νέο πρόσωπο; Κάτι που σημαίνει πως αν τα πράγματα εξελιχτούν γι’ αυτόν καλά, θα μπούμε και πάλι στους κομπάρσους της ζωής του.

Η αλήθεια είναι πως αν το θέλαμε κι οι δύο θα ‘χε γίνει σχέση, θα ‘χαμε αράξει σε ‘κείνο το λιμάνι και θα ‘χαμε δέσει τα πανιά μας. Κι όταν ‘ρθει αυτή η συνειδητοποίηση ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να βάλουμε ένα μεγάλο Χ, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μας. Όταν αρχίσουμε να ζητάμε πράγματα παραπάνω απ’ όσα μπορεί ο άλλος να μας δώσει τότε αδικούμε ό,τι περάσαμε μαζί του. Θέλαμε κι οι δύο όλες αυτές τις στιγμές κι όλο αυτό το τράβηγμα που μπορεί να κράτησε χρόνια ολόκληρα. Μεγαλώνοντας ίσως άλλαξαν τα δικά μας «θέλω», αλλά αυτό δε σημαίνει πως άλλαξαν και του απέναντι.

Αν, πάλι, ήταν καθαρά πλατωνικό όλο αυτό, τότε είναι κι εξιδανικευμένο. Η τέλεια συντροφιά, χωρίς γκρίνιες και καβγάδες, η πιο απολαυστική παρέα, η απόλυτη κατανόηση. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έγινε δικός μας και ποτέ δεν τον ζήσαμε, καθισμένος στο θρόνο του μυαλού μας, μέχρι να τον απομυθοποιήσουμε. Μέχρι να καταλάβουμε πως είναι άνθρωπος κι αυτός, κάνει λάθη, πληγώνει, αδιαφορεί και, κυρίως, ποτέ δε θέλησε να γίνει πραγματικά δικός μας.

Έρχεται κάποια στιγμή που ο τερματικός μας αλλάζει. Που στα τέλη και τα ζόρια μας γυρνάμε σε μας, που συνειδητοποιούμε πως δεν αξίζει σε κανέναν να τον χρησιμοποιούμε για δεκανίκι μας, πως δεν είμαστε το αποκούμπι κανενός, πως σημασία δεν έχει πού γυρνάμε αλλά από πού δε θέλουμε να φύγουμε.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη