Πόσες φορές έχουμε ακούσει τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες απ’ τους παππούδες μας ή ακόμα κι απ’ τους γονείς μας; Στις πολύ μικρές ηλικίες τις αποζητούσαμε και περιμέναμε πώς και πώς να μας πουν την αγαπημένη μας ιστορία πριν κοιμηθούμε, ενώ περνώντας στην αντιδραστική εφηβεία τσιγκλούσαμε λέγοντας «όχου, πάλι τα ίδια, τα έχω ξανακούσει».
Μεγαλώνοντας λίγο ακόμα συνειδητοποιούμε πόσο μας αρέσει να τους ακούμε απλά να μιλάνε για τη ζωή τους κι ας επαναλαμβάνονται κάποιες ιστορίες. Είναι ο τρόπος τους να ‘ρθουν πιο κοντά μας, να θυμηθούν τα νιάτα τους, τις τρέλες τους, ακόμα και τους έρωτές τους, πριν γνωρίσουν τον άνθρωπο με τον οποίο εμείς νιώθουμε πως είναι μαζί από πάντα.
Τους ρωτάμε κάτι για τον γείτονα απέναντι και πριν μας απαντήσουν, αναφέρουν σκηνικά δύο αιώνων για να φτάσουν στο πώς κατέληξε να βάζει μπουγάδα κάθε Σάββατο. Οι ιστορίες τους πλέον δεν είναι εκείνα τα (κάποτε αληθινά) παραμύθια που μας νανούριζαν ως παιδιά. Τότε μας γοήτευαν όλες οι αφηγήσεις, ακόμα κι οι απίθανες, όπως εκείνη η ιστορία της Σταχτοπούτας, χωρίς να φιλτράρουμε ή να παίρνουμε πάντα ένα μήνυμα. Τώρα ξέρουμε πως όσα μας διηγούνται συνέβησαν και δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό και διδακτικό απ’ την αλήθεια.
Τα δικά τους παραμύθια, λοιπόν, δεν έχουν τέλος, γιατί ακόμα –ευτυχώς– ζουν και βασιλεύουν και κάθε μέρα γράφουν από μια νέα σελίδα. Κι όσο εκείνοι μας ξεφυλλίζουν τα προηγούμενα κεφάλαιά τους, κατανοούμε πως δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί από εκείνους. Οι ιστορίες τους μας κάνουν να ταυτιζόμαστε, περιλαμβάνουν ένα απόσταγμα σοφίας κι είναι αρκετές φορές τρομακτικά ίδιες με αυτές που βιώνουμε και θα λέμε κι εμείς σε μερικά χρόνια ίσως στα δικά μας παιδιά.
Όσο κι αν οι εποχές αλλάζουν, όλοι υπήρξαμε κάποτε αντιδραστικοί έφηβοι κι επιπόλαιοι νέοι. Κι αυτό μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και σαν άλλοθί μας. Όταν, για παράδειγμα, η μαμά μάς φωνάζει αν αργήσουμε το βράδυ να γυρίσουμε σπίτι, την αποστομώνουμε (με τη βοήθεια της γιαγιάς φυσικά κι όσα μας έχει αποκαλύψει) λέγοντάς της πως ξέρουμε καλά ότι εκείνη έκανε χειρότερα, όταν το έσκαγε για να βρει τον μπαμπά μας στα κλεφτά.
Μεγαλώνοντας, πάλι, μπορεί οι ίδιες ιστορίες να διηγηθούν αλλιώς. Να μας αποκαλύψουν, δηλαδή, πως ο τρόπος που συνέβησαν τα πράγματα διαφέρει απ’ όσα μας είπαν όταν ήμασταν μικρά, γιατί τότε ίσως να μην άντεχε το παιδικό μας μυαλουδάκι την αλήθεια. Άργησαν πολύ να μας πουν πως η χαριτωμένη ιστορία που ο μπαμπάς μας έπεσε στην πρώτη του βόλτα με το ποδήλατο κατέληξε στο νοσοκομείο με 15 ράμματα. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα μας τρόμαζε και θα μας κρατούσε μακριά απ’ το να ανέβουμε στο δικό μας ποδήλατο. Πάντα, λοιπόν, μας παρακινούσαν με τον σωστό τρόπο, ακόμα κι όταν μας σέρβιραν την πραγματικότητα μισή.
Μερικές φορές μας δίνουν να καταλάβουμε πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος τότε αλλά πόσο ίδιοι παραμένουν οι άνθρωποί του. Βλέπουμε μέσα απ’ τα μάτια τους έναν τόσο ίδιο αλλά και τόσο διαφορετικό κόσμο. Είχαν τους ίδιους φόβους που έχουμε κι εμείς σήμερα, τις ίδιες ανασφάλειες για το μέλλον τους και τα ίδια όνειρα, την ίδια ανάγκη για αγάπη κι αποδοχή.
Κι οι δικοί τους ανησυχούσαν όταν έβγαιναν μόνοι τους, μα είχαν ανάγκη κι εκείνοι να βγουν να πιουν ένα ποτό με τους φίλους τους -ίσως βερμούτ τότε κι όχι κοκτέιλ όπως συνηθίζουμε εμείς. Έκρυβαν απ’ τους γονείς τους την πρώτη τους σχέση κι έδιναν κλεφτά φιλιά πριν τη στροφή για το σπίτι. Δεν αντάλλασσαν like και tags αλλά γράμματα και ραβασάκια. Αναζητούσαν την αγάπη, την ευτυχία, την προσωπική κι επαγγελματική αποκατάσταση, την ανεξαρτησία, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό. Τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι ψάχνουμε κι εμείς, δηλαδή.
Είναι ωραίο να ζητάμε να μας ξαναπούν τα προσωπικά τους παραμύθια, κι ας μην είχαν πάντα happy end. Η λάμψη στα μάτια τους την ώρα που τα διηγούνται μας δείχνει πως αν και το σώμα τους είναι εδώ, δίπλα μας, το μυαλό τους ταξιδεύει κι η καρδιά τους είναι εκεί και ζει την ίδια ιστορία για ακόμη μία φορά. Βλέπουμε πόσο μοιάζουμε και καταλήγουμε να ‘μαστε πιο ελαστικοί στις διαφωνίες μας μαζί τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη