Απ’ όλες τις γλώσσες που μπορεί να μάθει ο άνθρωπος να μιλά, η πιο άμεση, η πιο ειλικρινής και η πιο επικοινωνιακή θα είναι πάντα η γλώσσα του σώματος. Αυτή που διαπερνά συνοριακές και γλωσσολογικές διαφορές, καθώς παρότι δε χρησιμοποιεί καμία λέξη, έχει τη δυνατότητα να προδώσει με αφοπλιστική ευθύτητα και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, μέσα από ανεπαίσθητα νεύματα που ελευθερώνουν τον αυθορμητισμό μας, από τη στάση του σώματος που τόσο απερίσκεπτα συχνά αγνοούμε, από ένα βλέμμα αυξημένης διαρκείας κι έντασης.
Το κράτημα των χεριών ανάμεσα σε συντρόφους είναι άλλο ένα δείγμα της γλώσσας του σώματος, με παράλληλες ψυχοσωματικές ωστόσο προεκτάσεις. Γιατί νιώθουμε την ανάγκη να κρατήσουμε το χέρι του συντρόφου μας, αυθόρμητα, καθώς περπατούμε; Γιατί μας βγαίνει τόσο αβίαστα, χωρίς καν να το σκεφτούμε, το να πιάσουμε το χέρι του αγαπημένου μας προσώπου ώστε να βαδίσουμε μαζί του δίπλα-δίπλα;
Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν πως η συνήθεια -της οποίας να αναφερθεί πως δεν μονοπωλούμε αποκλειστικά οι άνθρωποι ως όντα• οι ελέφαντες επί παραδείγματι, κρατούν τις προβοσκίδες τους, ως ένδειξη συντροφικότητας, αλληλεγγύης και ενότητας- έχει αποδειχτεί πως ανακουφίζει από το άγχος, υπερνικά τις καταθλιπτικές τάσεις και τον πόνο, ψυχικό και συχνά σωματικό, ενώ -αν και παράδοξο- έχει συσχετιστεί με την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού!
Δεν είναι μόνο η εκδήλωση της επιθυμίας πως θέλουμε να περπατήσουμε δίπλα στο σύντροφό μας, με τον ίδιο ρυθμικό βηματισμό και όχι να τρέξουμε πίσω του, αντιθέτως, οι ψυχολογικοί παράγοντες που συνήθως οδηγούν τα ζευγάρια στο κράτημα των χεριών κατά τη διάρκεια ακόμη και της συντομότερης βόλτας, έγκεινται στην αίσθηση της αφής ενός τόσο ευαίσθητου σημείου, όπως το εσωτερικό της παλάμης, και στα συναισθήματα ευχαρίστησης και πληρότητας που αυτή απορρέει. Το ζευγάρι μοιράζεται ουσιαστικά από κοινού την ίδια πορεία, αφενός κυριολεκτικά, εμμένοντας στον ίδιο βηματισμό, κι αφετέρου μεταφορικά, δηλαδή δηλώνοντας παρόντες στην πορεία της σχέσης μελλοντικά και μακροπρόθεσμα.
Αλληγορικό μεν, όμως καθώς φαίνεται, η ανθρώπινη ψυχολογική συνείδηση κρύβει πολλές παρομοιώσεις.
Εκτός αυτού βέβαια, η συγκεκριμένη συνήθεια βοηθά τα ζευγάρια να νιώσουν ο ένας τον άλλο σαν επέκταση των άκρων τους, σαν κομμάτι του εαυτού τους. Δεν είναι τυχαία η παρατήρηση πως το κράτημα των χεριών αποτελεί συστατικό των περισσότερων υγιών σχέσεων. Όχι απλώς δένει τους συντρόφους μεταξύ τους, καθώς πορεύονται χαϊδεύοντας ο ένας το χέρι του άλλου, εκδηλώνοντας ταυτοχρόνως και την αγάπη τους, αλλά παράλληλα σηματοδοτεί και στους τριγύρω τους πως αυτοί οι δύο αποτελούν ο ένας προέκταση του άλλου, πως είναι ένα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δηλαδή, προστατεύουν το ήδη υπάρχον δέσιμο που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους, προωθούν τη δημιουργία ενός ακόμη μεγαλύτερου δεσμού συναισθηματικής και σωματικής υπόστασης και ταυτόχρονα προστατεύουν τη σχέση τους από εισβολείς, καθώς στέλνουν στους τρίτους το μήνυμα πως αμφότεροι είναι κατειλημμένοι. Με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια, δηλαδή, που λέει κι ο σοφός λαός.
Γιατί πλέον, έπειτα από τόσα εκατομμύρια χρόνια που ξόδεψε ο άνθρωπος γνωρίζοντας την αγάπη, έχει πια εισέλθει στην έλικα του DNA μας εντυπωμένο, ως ανθρώπινα όντα, το ένστικτο του να κρατάμε από το χέρι το αγαπημένο μας πρόσωπο ακόμα και για να βρισκόμαστε σε εγρήγορση, σε μία μόνιμη ετοιμότητα να το προστατεύσουμε ανά πάσα στιγμή από κάτι απρόοπτο. Αποτελεί λοιπόν μια αδιάσειστη εκδήλωση φροντίδας, αγάπης αλλά και σεβασμού, το να προχωράς με την ισάξια παρουσία του συντρόφου σου δίπλα σου.
Εξάλλου κι από πρακτικής άποψης, για τις κρύες μέρες, έχουμε μια επιπλέον λύση στην προσπάθεια να θερμάνουμε τα χέρια μας, πολύ πιο απολαυστική και ενδιαφέρουσα από ένα ζευγάρι γάντια, ένα ζευγάρι χέρια! Τα ίδια χέρια που σε άλλες στιγμές σε φροντίζουν, σε κάποιες πιο τρυφερές σε χαϊδεύουν και στις πολύ προσωπικές, σε γδύνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου