Βράδυ Παρασκευής ή Σαββάτου. Είσαι έξω με φίλους, σε club κι έχεις ξεκινήσει από νωρίς να πίνεις και να πίνεις όχι από ευχαρίστηση, αλλά γιατί προσπαθείς να ξεχάσεις ή απλά προσπαθείς να βρεις εκείνη τη μαλακισμένη ευκαιρία να στείλεις σ’ ένα μήνυμα, όσα δεν τολμάς να πεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ημέρας. Εκείνα που τα κρατάς μέσα σου γιατί φοβάσαι και δεν ξέρεις πώς κι αν θα τα δεχτεί ο άλλος.
Σκέφτεσαι πως είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία γιατί θα καταλάβει πως έχεις πιει, θα καταλάβει πως είσαι ευάλωτος και θα δώσει τόπο στην οργή. Γιατί κακά τα ψέματα, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάκτυλό μας. Όταν είμαστε στα κέφια μας γιατί ρέει το αλκοόλ μέσα στο αίμα, τότε είμαστε πιο ελεύθεροι και πιο επιρρεπείς να πούμε ή να κάνουμε πράγματα που σε κάθε άλλη περίπτωση ούτε που θα μας περνούσαν απ’ το κεφάλι.
Η αλήθεια είναι πως σε τέτοια φάση, έχουμε ένα άλλοθι και ξέρουμε πως ο αποδέκτης του μηνύματός μας, θα το δει διαφορετικά. Θα τον χτυπήσει τις περισσότερες φορές στο συναίσθημα ή στο φιλότιμο και θα σκεφτεί «εντάξει, ασ’ τον, έχει πιει και δεν ξέρει τι λέει» ή αντίστοιχα «τουλάχιστον μόνο εμένα σκέφτεται όταν πίνει». Δε λέω πως δεν υπάρχουν κι οι περιπτώσεις του «Τι μαλακίες μου τσαμπουνάει πάλι;» οι οποίες θα μας ρίξουν ακόμη περισσότερο με τα μούτρα στο ποτό.
Αλλά το θέμα δεν είναι τι θα σκεφτεί ο άλλος. Το θέμα είναι πως από μόνοι μας ξέρουμε ότι σ’ εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ώρα, εκείνο το λεπτό που θα στείλουμε μήνυμα, το θέλουμε και το κάνουμε. Μπορεί ν’ αποτελεί τη δικαιολογία το αλκοόλ, αλλά αυτό δε λέει τίποτα απολύτως. Γνωρίζουμε πόσο θέλουμε να το στείλουμε, ξέρουμε πως έχουμε την εύκολη δικαιολογία κι απλά το κάνουμε.
Υπάρχει κι η περίπτωση –και τη γνωρίζεις πολύ καλά– όπου ο άλλος θα πιστέψει πως είσαι απεγνωσμένος και πως κλαίγεσαι γιατί έχασες το «αρκουδάκι» σου. Θα υπάρχει και το ενδεχόμενο να σε βρίσει, να σου φωνάξει, να σου μιλήσει άσχημα, να σε αποπάρει. Γενικότερα να γίνει κάτι που – υπό άλλες συνθήκες– θα σε ξενερώσει. Αλλά ακόμη κι αυτό να γίνει, εσύ ξέρεις πολύ καλά τι έκανες.
Τη στιγμή που το σκέφτεσαι, ο Θεός ο ίδιος να κατέβει, ξέρεις πως θα κάνεις του κεφαλιού σου. Ξέρεις πως θ’ αρπάξεις το κινητό και θα τρέξεις να στείλεις όλα όσα κρατάς μέσα σου. Να τα «φωνάξεις» όσο πιο δυνατά και βροντερά γίνεται. Γιατί εκείνα είναι που θα σε ελευθερώσουν απ’ το βάρος που έχεις μέσα σου κι ας σε γεμίσουν μ’ ενοχές το επόμενο πρωί όταν δεις πιο λογικά, καθαρά και νηφάλια τα όσα έστειλες.
Αλλά να σου πω κάτι; Δε θίχτηκε ο εγωισμός σου στο κάτω-κάτω της γραφής. Και να μην τον αφήνεις να θίγεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Άσε όλες εκείνες τις προκαταλήψεις και τα πείσματα του στιλ «και γιατί να στείλω και να ρίξω το επίπεδό μου;». Κανένα επίπεδο δε ρίχνεις. Ίσως ρίχνεις ξανά δίχτυα για να δεις τι ψάρια θα πιάσεις αν προσπαθήσεις πάλι. Γιατί ό,τι και να έγινε, ίσως η μοίρα να επιφυλάσσει άλλο παιχνίδι.
Και να θυμάσαι πως όταν θα κάνεις κάτι τέτοιο, όταν θ’ αρπάξεις το κινητό για να στείλεις μήνυμα, θα υπάρχει συνήθως κι εκείνος ο φίλος στην παρέα που θα στο πάρει απ’ τα χέρια και θα τον κυνηγάς σ’ όλο το μαγαζί. Αλλά ακόμη και να μη στο πάρει, θα σε γεμίσει με τύψεις, νεύρα κι εγωισμό προσπαθώντας να σε κάνει να μη στείλεις.
Κοίτα, θεωρεί πως θα νευριάσεις και δε θα στείλεις τίποτα, αλλά δε θυμάμαι ποτέ να γίνεται κάτι τέτοιο. Τα νεύρα 5 λεπτών μετατράπηκαν στο πιο ερωτικό μήνυμα που έχω στείλει! Και πίστεψέ με το ίδιο θα κάνεις κι εσύ.
Είναι καλύτερο πάντα «να πίνεις με κάποιον κι όχι για κάποιον», αλλά απ’ τη στιγμή που δεν μπορείς, πιες στην υγειά αυτού του κάποιου. Μπορεί τα μεθυσμένα μηνύματα να είναι απαγορευμένα –για ορισμένους–, αλλά μην αφήσεις τίποτα να σε κρατήσει μακριά απ’ το να στείλεις αυτό που θες να βγάλεις από μέσα σου.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Δρόσου: Πωλίνα Πανέρη