Θα τα συναντήσεις σε κάποιο παγκάκι της γειτονιάς σου να καπνίζουν τους πόνους τους και να ξεφυσούν τα όνειρά τους για ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που χτίζουν κάθε μέρα με πάθος και πίστη. Περπατούν σκυφτά, μα το βλέμμα τους αγγίζει τον ουρανό με ορμή. Βαδίζουν σε μονοπάτια με απαγορευτικά και καταλήγουν σε αδιέξοδα γκρεμίζοντας τοίχους, έτοιμοι να φτιάξουν τον δικό τους δρόμο.
Ερωτευμένοι με τη νύχτα, γιατί οι πιο όμορφες ψυχές λάμπουν στα σκοτάδια και τα σκοτάδια τους τα έχουν αγαπήσει, αυτό είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν. Δε φοβούνται κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό, σ’ αυτόν ανήκουν, σ’ αυτόν αφήνονται να τους τους καθοδηγήσει.
Μάτια θάλασσες, που μόνο αν αντέχεις να πάρεις βαθιά ανάσα να κολυμπήσεις θα φτάσεις στο βάθος τους, εκεί που θ’ ανακαλύψεις πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται τελικά και πως μέσα στο μαύρο μπορείς να βρεις χρώματα που δεν ήξερες ότι υπάρχουν. Χρώματα που θ’ αγαπήσεις και θα θέλεις να βάψουν τη ζωή σου ανεξίτηλα.
Δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω τους, απεγνωσμένα θα θες να δεις τον κόσμο μέσα από τα δικά τους μάτια. Έναν κόσμο αλλιώτικο. Ολόκληρα δικό τους. Επαναστατικό. Κόντρα στην ψευτιά, στον φόβο και στην προδοσία. Ένα κόσμο ενωμένο σαν γροθιά να φωνάζει συνθήματα βγαλμένα από τη ζωή για ζωή!
Θα τους γνωρίσεις από τη ζεστασιά που κουβαλάνε στην καρδιά τους. Είναι φωτιά που μπορούν να σε κάψουν ή να σε ζεστάνουν. Εσύ θα διαλέξεις. Είναι εκείνα τα παιδιά που έζησαν χειμώνες και κρύο στα σπίτια τους κι η ζωή τους ζήτησε να γίνουν σκληροί για ν’ αντέξουν κι εκείνοι άντεξαν. Κάνανε καλοκαίρια τη ζωή τους σε ταράτσες, με μπίρες, συζητήσεις και φίλους να μετρούν τα αστέρια και να στοχεύουν στο φεγγάρι.
Είναι παιδιά που έγιναν τέχνη, στα ηχεία, στα βιβλία, σε τοίχους, σε πίνακες, σε στίχους, σε ό, τι αγάπησες. Διάβασες γι’ αυτά, τα άκουσες, ανακάλυψες πόσα έχουν δημιουργήσει κι έπειτα κατάλαβες πως τόσο καιρό τους είχες δίπλα σου, εκείνο που δεν είχες καταλάβει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι άνθρωποι σιωπηλοί με δυνατές προσωπικότητες, χαμένοι στις σκέψεις και στων θόρυβο των συναισθημάτων τους που ψάχνει πάντα τρόπο να εκφραστεί μέσα από κάθε μορφή τέχνης. Ανήσυχα πνεύματα που ο σκοπός τους είναι η αλήθεια. Δε τα παρατάνε, πατάνε γερά στα πόδια τους και προχωράνε με τις πληγές τους ανοιχτές μέχρι να καταφέρουν να τις κλείσουν.
Μεθυσμένοι στους δρόμους θα τους δεις να περπατάνε στα στενά της πόλης με προορισμό το άγνωστο, σταματούν όταν συναντούν κάποιον δικό τους και τον κάνουν συνοδοιπόρο στη διαδρομή τους, με ατελείωτες συζητήσεις να ξεμπερδεύουν κλωστές του μυαλού τους που κόντεψαν να τους πνίξουν. Τις ξήλωσαν και τις έκαναν ρούχο ζεστό για να ζεστάνουν τις κρύες καρδιές των ανθρώπων επειδή δεν ξεχνούν από πού ξεκίνησαν και πού θέλουν να φτάσουν.
Αν τους γνωρίσεις και μιλήσετε, θα θες να διαβάσεις μέχρι και την τελευταία σελίδα του μυαλού τους. Την οποία είναι πρόθυμοι να στη δώσουν οι ίδιοι, αν όμως λερώσεις τις γραμμές τους θα γίνουν μαύρο μελάνι στην καρδιά σου. Συγχωρούν αλλά ό, τι καίγεται στον χρόνο γίνεται στάχτη και χρειάζεται πολύ κόπο να ξαναγεννηθεί. Δε χαμογελούν συχνά, μα όταν το κάνουν θα δεις τα πιο αληθινά χαμόγελα και θα λαχταράς να δανειστείς λίγο από αυτή την αλήθεια για να μπορέσεις να την κάνεις βίωμά σου.
Έχουν απαράμιλλη ομορφιά, μ’ έναν μοναδικά ανεξήγητο τρόπο, ομορφιά που ξεχειλίζει και χάνεσαι μέσα της. Μυαλά ανάποδα που χρειάζεται να γυρίσεις τις πεποιθήσεις σου για ν’ ανταμώσετε και να τα γνωρίσεις. Θα σου πουν τα πιο όμορφα λόγια από ψυχής, στα λόγια αυτά δεν υπάρχουν αντίγραφα, όπου κι αν τα αναζητήσεις.
Θα υπάρξουν μέρες που θα χαθούν και θα σε τρομάξει η σιωπή τους, μα μη φοβηθείς, εκεί βρίσκουν καταφύγιο. Έχουν ανάγκη τη μοναξιά τους. Κόντρα στη λογική με καρδιά αλήτικη κι ατόφια, παράξενοι μέσα σε έναν κόσμο πιο παράξενο.
Ερωτεύονται μυαλά. Θέλουν να σ’ ανακαλύψουν μόνοι τους τόσο σιγά όσο χρειαστεί για να απολαύσουν την κάθε διαδρομή του μυαλού σου με κάθε λεπτομέρεια. Βουτάνε μέσα σου και σε πάνε σε μέρη της καρδιάς που δεν είχες θάρρος να πας μέχρι τώρα. Αν τύχει και συναντήσεις κάποιο περίεργο παιδί, πες του… «Πάμε»!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου