Τι μπορεί να χωρίσει δυο ανθρώπους που αγαπιούνται πολύ και απόλυτα; Τα όνειρά τους μπορούν. Σ’ ευχαριστώ που για χάρη σου έμαθα πως και τα όμορφα συναισθήματα οδηγούν κάποιες φορές κι αυτά σε άσχημη κατάληξη. Ας πω χαλάλι. Γιατί εγώ έπεσα αλλά σηκώθηκα ξανά και χωρίς βοήθεια. Και ξέρω πως κι εσύ. Και πέτυχες, όσα ήθελες ήταν αναμφίβολο. Χαίρομαι λοιπόν για σένα κι ας μην το ξέρεις.

Μέχρι τώρα πορευόμουν με την ιδέα πως θα αγαπήσω ξανά. Όχι όμως εσένα κι όχι με τον ίδιο τρόπο. Έτσι στην πορεία ψάχνοντας να βρω αυτόν τον τρόπο τον αλλιώτικο, διαπίστωνα πως έχανα σιγά-σιγά τον εαυτό μου. Η ανικανότητά μου να ελέγξω τις αντιδράσεις μου, τα θέλω μου ακόμα και τη συνείδησή μου με έσπρωχναν ένα βήμα παραπέρα από τα θέλω μου. Έτσι συνειδητοποίησα πως δε μου είχε μείνει τίποτα πια. Θα πρέπει να γεμίζω τις μέρες μου με ευγνωμοσύνη για το παρόν. Και να μάθω πώς αυτό να μου είναι αρκετό πίσω από τη δική σου σκιά που κυβερνά ανελέητα τη ζωή μου. Αδειάζοντάς με και γεμίζοντας πάντα με ενοχές πως δε θα μπορέσω να αγαπήσω κανέναν όπως του αξίζει.

Ό, τι ζεις τώρα σου φτάνει; Πες μου, το άξιζε τελικά ή «μικρή» μας θυσία;

Αν είσαι ικανοποιημένος, τότε είμαι κι εγώ. Γιατί πίσω από κάθε χαρούμενη φωτογραφία, μέσα σε δεκάδες στιγμές καινούριων αναμνήσεων κάπου στο βάθος θα βρεις μια μαριονέτα με κομμένα σκοινιά. Αναγκασμένη να κρέμομαι από δαύτα ξεπέρασα κι εγώ τα όριά μου. Δεν έχω μάθει να με καθοδηγούν. Η αντίστασή μου τα τέντωσε τόσο που τελικά τα έσπασα. Έμεινα να τα κοιτάζω διχασμένη και ανήσυχη για το πώς θα τα ενώσω πάλι. Με κυρίευσε βλέπεις ο φόβος μήπως θυμηθώ πώς είναι να παραδέχεσαι ξανά τα θέλω σου.

Και κάπου εδώ γυρνάμε πάλι πίσω, όταν με άφησες για να βρω το μέλλον μου καθώς έπαιζες ακόμα το δικό σου στα δάχτυλα. Σίγουρος πως θα με ολοκληρώσει εκείνος ο άλλος άνθρωπος που τυχαίνει να έχει ως προορισμό τον ίδιο με τον δικό μου. Κι ένα παιδί. Που όταν μεγαλώσει θα του ορκίζομαι πως παντρεύτηκα από αγάπη και πως έκανα ό, τι μπορούσα για να κάνω την οικογένειά μου ευτυχισμένη. Ξέχασες όμως κάτι. Ξέχασες κι εσύ πώς είναι να αγαπάς, να ανήκεις, να χάνεσαι. Λησμόνησες πώς είναι να βυθίζεσαι σε πελάγη πραγματικής ευτυχίας λαχταρώντας μονάχα έναν. Ένα πρόσωπο γνώριμο, μέσα σε όλα τα ανέκφραστα που διαλέγεις για να σπαταλήσεις τον ελεύθερό σου χρόνο.

Πάντοτε χρειαζόταν και κάτι ακόμα για να μπορούσε να ολοκληρωθεί η δική μας ιστορία χωρίς πόνο. Χωρίς αποχωρισμούς και δευτερότριτες επιλογές. Δίχως νοσταλγίες πίσω από χλιαρά χαμόγελα. Ήταν ανάγκη να αισθάνεσαι κι εσύ πως η ζωή σου θα έκλεινε μαζί μου. Χωρίς να αναγκάζομαι να συνεχίζω να σ’ αγαπώ μυστικά και αδιάκοπα. Κρυφά, όσο μπορεί η ηθική μου να επιτρέψει να τρέφω ακόμα αισθήματα για σένα κι ας έχω προχωρήσει.

Κι εγώ θα έχω πάντα τύψεις γιατί ποτέ δε θα μπορέσω να τα δώσω όλα ξανά πουθενά. Αφού δεν τα ‘χω πια. Τι θα απαντήσω τώρα σε όσους μου λένε πως όποιος νιώθει αγάπη γυρίζει, ε; Πώς θα παρηγορήσω για άλλη μια φορά τον εαυτό μου λέγοντάς του «δεν πειράζει», θα ζήσεις μια ζωή να συνεχίσεις να παραδέχεσαι πολλά ακόμα «δεν πειράζει» και όσα για καιρό παρέμειναν κρυμμένα μέσα σου παραμονεύοντας να βγουν στην επιφάνεια με την ελπίδα να καταλάβουν το κενό που άφησες στη καθημερινότητά μου. Έτσι για να μου κρατούν συντροφιά όσο εσύ δεν είσαι εδώ.

Όταν σε μερικά χρόνια θα κοιτάζω τη ζωή μου από μακριά, νιώθοντας υπερηφάνεια που κατάφερα να διώξω όλες μου τις θύμισες σκέψεις, μπορεί δάκρυα νοσταλγίας να κυλήσουν στα μάτια μου. Πάντα θα αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου αν κλείναμε μαζί εκείνο το κεφάλαιο. Θα με παρηγορεί πως αγάπησα κι αγαπήθηκα. Θα αγκαλιάζω τις επιλογές μου παίρνοντας όρκο πως λάτρεψα το μέλλον μου ακόμα κι αν ένα κομμάτι μου ανήκε πάντα κάπου αλλού. Μέσα μου όμως θα με πνίγουν όλα όσα δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναπώ γιατί τα είπα όλα μαζί σου.

 

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου