Τη μέρα εκείνη που μάζεψες τα σκορπισμένα κομμάτια του εγωισμού σου και στράφηκες στην έξοδο, με το μυαλό σου θολό μα αποφασισμένο, σκεφτόσουν μόνο ένα πράγμα. Πως αυτό έπρεπε να κάνεις. Αψηφώντας τον πόνο που σου προκαλεί κάθε τσάκισμα όσων έχουμε δημιουργήσει. Υποστηρίζοντας πως το συναίσθημα αποτελεί δείγμα αδυναμίας, έτρεξες να βρεις τη χαμένη σου πραγματικότητα. Μια αλήθεια που διαστρευλώθηκε για όσο καιρό ήμασταν μαζί.
Όχι πως έφταιξα εγώ. Ή εσύ. Ποιος τολμάει να παραδεχτεί πως όλα θα τέλειωναν εξ αιτίας κάποιου απ’ τους δυο. Ή μάλλον για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ίσως και να έφταιγαν τα θέλω μου. Μπορεί επίσης και να υιοθέτησα με το χρόνο την ιδιότητα της αναλώσιμης προτού γίνει ξεκάθαρο πως όσο δυνατό και να ήταν, ξεθώριασε στο χρόνο. Μικρή σημασία έχει η αιτία όταν το αποτέλεσμα είναι ένα.
Δεν υπολόγισες μόνο ένα πράγμα. Πως πίσω από κάθε όμορφο πρόσωπο που διαλέγεις να πλαγιάσεις, πάντα θα καθρεφτίζεται από μέσα σου το δικό μου είδωλο. Σε κάθε προσωρινή και ολοκαίνουρια ανάμνηση που θα γεννιέται μέσα στην ημέρα σου θα είναι βαθιά κρυμμένο ένα δικό μου κομμάτι. Όταν με τη θύμησή σου θα σκαλίζεις άθελά σου την άμμο που έθαψες το δικό μας πρέπον, από κάτω θα ξεπετάγεται η μορφή μου.
Δεν αρκεί η πίστη στην απόφασή σου για να ξεχάσεις. Ούτε το πείσμα σου να μην παραδεχθείς ποτέ πως έσφαλες. Όσα κι αν εξανεμίζει από τη μνήμη σου το πέρασμα του χρόνου, τόσα κάθε φορά θα εμφανίζονται αυθόρμητα και θα σε εκπλήσσουν. Τόσα δικά μας πράγματα, ανεξήγητα και ακατανόητα από τους γύρω. Εικόνες που έχεις συνδέσει με μια και μόνο παρουσία. Τη δική μου.
Όταν η καρδιά έχει μάθει να αγαπά μ’ έναν τρόπο, δεν την αποτρέπεις απλά και μόνο επειδή ο νους πήρε τα ινία και σε καθοδηγεί. Δεν κατευνάζεις όλο αυτό το μένος της λατρείας σε μια μόνο στιγμή. Ό,τι κι αν κάνεις, πάντα θα επιστρέφεις πίσω. Στη δύναμη της έλξης που σου ασκεί η χαμένη σου πληρότητα. Και σε δυο παραπονεμένα μάτια που δεν κατάλαβαν ποτέ το πώς και το δίχως. Μα θα σε στοιχειώνει για πάντα το βλέμμα τους.
Και να που επέστρεψες ξανά σε μια ζωή που από καιρό είχες αφήσει πίσω. Μια πραγματικότητα που μόνος σου προσπέρασες με ζήλο όταν πια ένιωσες πως δε σε καλύπτει πια. Και που τη θυσίασες στο βωμό μιας αγάπης που σου έδινε όσα ποτέ δε σου έδωσε καμιά σου παρελθοντική ανάμνηση. Είναι που η φύση σου δε σου επέτρεψε την αφοσίωση σε ένα μόνο σώμα. Η λαχτάρα για το άγνωστο ήρθε στο φως και ορίστε, όλος ο χρόνος δικός σου μέχρι να βαρεθείς να ανακαλύπτεις ξανά τον εαυτό σου μέσα από άγνωστες μορφές.
Θα φτάσεις σε ένα σημείο που θα αναρωτιέσαι κι εσύ για τον ίδιο σου τον εαυτό. Θα απορείς για το πώς γίνεται να θυσιάζεις πολύτιμες στιγμές αγάπης και αφοσίωσης στο βωμό του πάθους που αισθάνεσαι παροδικά για κάθε αδιάφορη αγκαλιά που σε τυλίγει. Όταν καθετί που αγγίζεις θα φαντάζει ψυχρό και απαθές. Κι αυτή η ψύχρα θα διαπερνά την ψυχή σου και θα λαβώνει τις ευαισθησίες σου. Φτωχά και αδιάφορα βλέμματα θα σε καλημερίζουν. Ανέλπιστα χαμόγελα θα φορούν την ευτυχία που λαχταράς και θα γεμίζουν ψευδαισθήσεις το μυαλό σου.
Όσο ο καιρός περνάει θα βλέπεις τον κόσμο να αλλάζει επικίνδυνα. Θα εκτιμάς όλο και περισσότερο αυτό που είχες δικό σου. Θα απορρίπτεις τον ένα άνθρωπο μετά τον άλλο στην προσπάθειά σου να βρίσκεις ανταπόκριση στις αλλοπρόσαλλες συνήθειες του καθενός επιδιώκοντας το ταίριασμα. Θα αποκλείεις συμπεριφορές αφού δε θα νιώθεις τίποτα δικό σου πια. Τίποτα που να σε πλησιάζει. Ακόμα κι αν σου ανήκει όλος ο κόσμος, πάντα θα σου λείπει ένα κομμάτι.
Και θα φθείρεσαι, θα πληγώνεσαι όσο κι αν προσπαθείς να μην πληγώνεις. Θα φοβάσαι να αφεθείς και στη σκέψη όλων όσων έχεις περάσει, θα επιστρέφεις ξανά στην ασφαλή μοναξιά σου. Σε εκείνο το σημείο απ’ όπου ξεκίνησες. Θα προσπαθείς να ξεχαστείς, θα γεμίζεις τη μέρα σου καλύπτοντας όλο το χώρο του μυαλού να μη σκεφτεί και αναπολήσει. Μια ζωή κυνηγημένος από τα ίδια σου τα καμώματα και από όλα αυτά που θα κατάφερνες αν εκείνη την ημέρα δεν έκλεινες την πόρτα.
Πάντα θα σε κυβερνά αυτό το ίσως. Το πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν με είχες κοντά σου. Και αυτή η γλύκα που σου μένει ακόμα και στη σκέψη αυτής της εκδοχής. Ένας Θεός ξέρει πόσο σου έχουν λείψει όλα όσα είχαμε. Και πως θα έδινες τα πάντα για να ζούσες έστω και μια στιγμή, μια μικρή στιγμούλα λίγο από το τότε. Αλλά η εγκράτειά σου θα σε απέτρεπε από το να εθιστείς ξανά στο τέλειο.
Και δε συνηθίζεις να μετανιώνεις. Παθιάζεσαι με τις επιλογές σου υποστηρίζοντάς τες μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν μία από αυτές είναι να απέχω για πάντα από τη ζωή σου. Όχι όμως και η θύμησή μου. Μια ανάμνηση που θα τριγυρνάει στο σπίτι σου, τα μέρη που πήγαμε μαζί και πλέον τους ανθρώπους που μαζί τους κάνεις ότι κάναμε. Και αυτή θα είναι η «τιμωρία» σου.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή