Τη στιγμή που σε έφερε στον κόσμο έγινε η πρώτη σου αγκαλιά. Ένα σου βλέμμα ήταν αρκετό για να την κάνει να αισθανθεί πως η ζωή της μόλις μηδένισε και ξεκίνησε πάλι να μετράει απ’ την αρχή. Ένας ολόκληρος κόσμος ήταν κρυμμένος σε δύο μικροσκοπικά χέρια κι ένα μωρό που παρά τις τόσες αντιξοότητες έφερε ξαφνικά τόση ευτυχία αρκετή για να ξεχαστούν όλα. Κι εκείνη μέσα στις δυσκολίες στάθηκε ακέραιη καταφέρνοντας να νικήσει τον πόνο και τον φόβο βάζοντας μονάχα έναν σκοπό από εδώ και στο εξής. Να μη σου λείψει τίποτα. Και τα κατάφερε.
Σε έφερε να μεγαλώσεις μέσα σε ένα σπίτι. Στα πόδια σου ένα σωρό άνθρωποι να σε προσέχουν ο καθένας με τον δικό του ρόλο. Η πρώτη λέξη που σου έμαθαν να λες είχε κάτι από αγάπη. Ένα μπιμπελό ήσουν που το πρόσεχαν σαν κόρη οφθαλμού. Ένα πλάσμα που όλοι πάλευαν να του προσφέρουν τα πάντα. Έδιναν και ξαναέδιναν κι ακόμα και τις φορές που δεν μπορούσαν να δώσουν έπαιρναν από τους εαυτούς τους και για εκείνους δεν κρατούσαν τίποτα.
Οι μυρωδιές των παιδικών σου χρόνων θυμίζουν απέραντη ζεστασιά και εικόνες ανεμελιάς και παιχνιδιού. Ένα ατέλειωτο δάσος που εκεί χτίζατε πέτρινα σπιτάκια και τα όνειρά σας. Κι εκείνα τα τρεχαλητά με τα παιδιά στην αλάνα. Πόσες φορές δεν είχες φάει εκείνα τα γόνατα που σε έκαναν να γυρίσεις στο σπίτι τρέχοντας με τη λαχτάρα πως θα σε παρηγορήσει εκείνη. Μέχρι την επόμενη φορά που θα σε πήγαινε στην αγαπημένη σου παιδική χαρά τα είχες όλα κιόλας ξεχάσει.
Ο άνθρωπός σου, η μητέρα σου ήταν το πρώτο πράγμα που σε έκανε να αισθανθείς περήφανο ως παιδί. Εσύ κι εκείνη. Εκείνη να οδηγεί κι εσύ να ακολουθείς. Με μια αγκαλιά ανοιχτή πάντα για να μπορείς να προστατευτείς από όλους. Κι αργότερα με τη δύναμη που ξεχείλιζε μέσα σου να είσαι εσύ εκείνος που θα προστάτευες εκείνη. Δε σε έκρινε κι όμως θυμάσαι πως πάντα έβαζες τα δυνατά σου για την κάνεις υπερήφανη. Ακόμα και τις στιγμές εκείνες που δεν τα κατάφερνες και τόσο καλά υπήρχε πάντοτε για σένα μια επιβράβευση. Ακόμα και το λίγο που μπορούσες να δώσεις έμοιαζε αρκετό για να της δώσει χαρά κι ευγνωμοσύνη.
Μεγάλωσε μαζί σου. Έβλεπε τα νιάτα της να περνούν μέσα από τα δικά σου παιδικά χρόνια, τα δικά σου κατορθώματα. Στην προσπάθειά της να είναι καλή μητέρα μάθαινε συνεχώς πώς να είναι γονιός θυσιάζοντας κάθε της επιθυμία για να καλύψει πρώτα τις δικές σου. Και δεν την πείραζε. Ήταν λες κι αυτό προορίστηκε να κάνει σε όλη της τη ζωή. Έτσι κάθε της συναίσθημα φορούσε πάντα τη μορφή σου.
Δεν την άκουσες ούτε μια φορά να λέει «κουράστηκα». Και θα είχε όλα τα δίκια να το πει και να το νιώσει. Να αγανακτήσει, να πεις δεν αντέχει. Μα όχι, ποτέ! Κι ας ήταν άνθρωπος κι εκείνη ευάλωτος με αδυναμίες. Κι ας διάβαζες στο βλέμμα της όσα σου έκρυβε για να μην πληγωθείς. Εσύ έβλεπες να αντανακλούν μόνο χαμόγελα, όμορφες στιγμές και λατρεία. Ένα συναίσθημα που σού το μετέδωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό που στο τέλος έγινε στυλοβάτης των ονείρων σου αλλά και κληρονομιά σου να το αποζητάς απεγνωσμένα γύρω σου.
Εκείνη, ένας ήρωας χωρίς μπέρτα να μάχεται μόνος πάντα για δύο. Πονούσε για δύο. Ανησυχούσε για δύο. Χαιρόταν για δύο. Ζητούσε ελάχιστα και δεν παραπονιόταν. Τι κι αν ήταν νέα με όλο το μέλλον μπροστά της, ακόμα και τις στιγμές που θέλησε να φτιάξει τη ζωή της πάλι εσένα σκεφτόταν. Και καθώς σε έπαιρνε μαζί σε κάθε της απόφαση ήταν σαν να περίμενε την έγκρισή σου για όλα όσα θα διάλεγε να συμβούν.
Υ.γ: «Να με συγχωρείς για όσα δε λέω κι άλλα τόσα που δε δείχνω. Η σιωπή που μου σφραγίζει τα χείλη με κάνει να μετανιώνω χίλιες φορές που δεν ξεστόμισα εκείνο το σ’ αγαπώ παρ’ ότι το ένιωθα. Ίσως μέσα μου ήξερα ότι το αντιλήφθηκες και σώπασες κι εσύ βγάζοντάς με έτσι για άλλη μια φορά από τη δύσκολη θέση. Πάντοτε είχες αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα να διαβάζεις τα ματιά μου και ν’ ακούς αλλά κυρίως να ανέχεσαι εκείνες τις ανυπόφορες σιωπές μου. Δε ζήτησες ποτέ ό, τι δε σου δινόταν, σ’ ευχαριστώ που αρκέστηκες σε όσα δε σου έδωσα ποτέ. Όλα εκείνα που κράτησα για μένα έγιναν φορτία και με πλάκωσαν και δεν ξέρω πότε θα τα ξεφορτωθώ. Όμως εσένα, σ’ ευχαριστώ.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου