Στο μυαλό μας φωλιάζει ένα σενάριο. Ένας ιδανικός άνθρωπος που στα μάτια μας θα δείχνει ατρόμητος και έτοιμος να μας ανοίξει την καρδιά του. Ανοικτός, ώστε να μπορεί να καλύψει κάθε δική μας επιφυλακτικότητα με τη δική του σιγουριά. Ουσιαστικά αποζητάμε από εκείνον να μπορεί να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από εμάς για να μπορεί να υπερκαλύψει το κενό της δικής μας διστακτικότητας που βρίσκεται πιο πίσω. Θα θέλαμε η αυτοπεποίθησή του να μας απλώσει το χέρι και να μας πει «αφήσου, είμαι εγώ εδώ».
Πώς γίνεται όμως να θεωρούμε πως ένα τέτοιο άτομο να μπορεί να συμπεριφερθεί με την άνεση που περιγράψαμε εφόσον δεν έχουμε καν λάβει υπόψη μας τα δικά του βιώματα. Πόσο μάλλον όταν από εμάς λαμβάνει μηνύματα κάπως διαφορετικά. Όταν εμείς τον θέλουμε να είναι επιθετικός στον έρωτα παραβλέποντας τις δικές μας αδυναμίες να ανταποκριθούμε. Όταν ακόμα κι αν έχει την πρόθεση να τα δώσει όλα από την πρώτη στιγμή, δε βλέπει από εμάς το πράσινο φως. Ακόμα κι αν θα ήθελε να μπει με φόρα στην ζωή μας, τα φρένα των φόβων μας τον σταματούν. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα κουραστεί να πυρπολεί το κάστρο.
Όλα ξεκινούν από μέσα μας, από τις δικές μας προσδοκίες. Θέλουμε ο επόμενος σύντροφος να πληροί προδιαγραφές πριν καν τον γνωρίσουμε. Έχουμε ανεβάσει τον πήχη σχεδιάζοντας ένα πρόσωπο που μπορεί να μην έχει καν μπει στη ζωή μας. Στις συζητήσεις με τους φίλους μας εκείνοι μας συμβουλεύουν για τα χαρακτηριστικά του επόμενου που μοιάζουν αποτρεπτικά για εμάς σε σχέση πάντα με τις προηγούμενές μας εμπειρίες και κάπως έτσι ενώ το παρελθόν θα πρέπει να λειτουργεί ως σύμμαχος καταλήγει τελικά να μας αποπροσανατολίζει από τις επόμενες επιλογές μας προκαταβάλοντάς μας αρνητικά.
Δεν είναι λίγες οι φορές που χάνουμε τον εαυτό μας. Όλοι και όλα μας μπερδεύουν. Μα ποιοι είμαστε τελικά; Τι αποζητάμε από έναν άνθρωπο; Τι μπορούμε να δώσουμε κι εμείς; Τι μας καλύπτει και τι θέλουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι και να προσφέρουμε την ευτυχία; Είμαστε τόσο αφοσιωμένοι στο να φανταζόμαστε τι ο άλλος θέλουμε να έχει που ξεχνάμε πραγματικά να δούμε βαθιά μέσα μας. Κι όταν τον έχουμε απέναντί μας, τον αφήνουμε να δει τα κενά που κουβαλάμε, τις τύψεις για όσα κάναμε, όλες μας τις απώλειες. Η πόρτα είναι κλειστή σε οτιδήποτε άλλο.
Θέλουμε εκείνον να μπει με φόρα και να μας αρπάξει απ’ το χέρι όταν το πρώτο πράγμα που έχουμε να του προεξοφλήσουμε είναι πως έχουμε πληγωθεί. Έτσι δίνουμε άφεση στην κλειστή μας συμπεριφορά, το δειλό μας βλέμμα και στα μουδιασμένα μας χαμόγελα. Παρατείνουμε την υπομονή και την επιμονή που θα έχει μαζί μας ενώ σκύβουμε σαν κουτάβια λαχταρώντας να ακούσουμε «δεν πειράζει, όλα θα πάνε καλά». Και μια ιστορία ξεκινάει άνισα, με έναν δυναμικό σύντροφο που προστατεύει κάτω απ’ τις φτερούγες του τον «αδύναμο» της ιστορίας.
Ουσιαστικά αυτό δεν είναι που θα πρέπει να μας δώσει το έναυσμα να αφεθούμε; Αυτό δε λαχταρούσαμε να δούμε; Έστω ότι ο σούπερ δυναμικός και δυνητικός μας σύντροφος μπαίνει με τα μπούνια, θέλοντας να μας συνεπάρει σε ένα ταξίδι. Γιατί υπάρχουν φορές που ακόμα και τότε μας φρενάρει η αυτοπεποίθηση και ο ενθουσιασμός; Μήπως η ανυπομονησία μας τελικά σκότωσε την έλξη; Μήπως τελικά έχουμε μάθει να αφηνόμαστε περισσότερο σε λάθη και ανθρώπους που καλούμαστε να ανεχτούμε για να πούμε πως για ακόμα μια φορά εμείς ήμασταν τα θύματα και όχι οι θύτες; Μήπως η αναζήτηση του ιδανικού για εμάς προσφέρει κορεσμό στη μοναξιά μας και όχι η ίδια η εύρεσή του;
Όποια και να είναι η απάντηση μέσα μας, αν δεν αποδεχτούμε πως η ευτυχία όπως και η στάση μας απέναντι στη ζωή είναι επιλογή δε θα καταφέρουμε να λύσουμε τους γρίφους. Ούτε μας φταίει ο κάθε άνθρωπος που δείχνει ενδιαφέρον για εμάς, όταν εμείς έχουμε στο μυαλό μας χίλια δυο πράγματα παρά να εστιάσουμε να τον μάθουμε, να τον ακούσουμε, να τον δεχθούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου