Όλα μπορώ να τα ξεπεράσω. Την έκπληξη που μου προκαλούν οι απρόβλεπτες συμπεριφορές, την ανασφάλεια που αισθάνομαι όταν σκέφτομαι το μέλλον, το φόβο να μην ξανά πληγωθώ, την απουσία, το ποτέ, το πρέπει, το θα θελα αλλά δεν μπορώ. Είμαι ικανός να να χτίσω επάνω στα χαλάσματα τα θεμέλια ενός καινούριου ιδανικού. Κι αν γκρεμιστεί κι αυτό να μαζέψω τα απομεινάρια και να προσπαθήσω ξανά με ό,τι έχω. Η ήττα, η μοναξιά και η απογοήτευση δε με τρομάζουν. Ακόμα και το ξένο, το ανεξερεύνητο και στα μάτια αλλαγμένο. Μπορώ να το γνωρίσω από την αρχή.
Αυτό το παράπονο που δε θα μπορέσει ποτέ να σβήσει από το μικρό βασανισμένο μυαλουδάκι μου, είναι πως εγώ και εσύ δεν τελματώσαμε τη σχέση μας. Ενωθήκαμε, βιώσαμε το ασύλληπτο, βαφτίσαμε τη ζωή μας σε παράδεισο. Δε φτάσαμε όμως στο τέρμα. Διωχθήκαμε από την κοινή μας όαση σαν κλέφτες. Αποκοπήκαμε τόσο ξαφνικά από όλα όσα μας έδεναν. Θέσαμε ένα πρέπει αρχηγό στη σχέση μας και εκτελέσαμε τις εντολές του κατά γράμμα.
Εμείς που περάσαμε από χίλια κύματα. Και άλλα τόσα. Που αποδείξαμε στη μοίρα πως δεν τη φοβόμαστε. Στις δυσκολίες πως δε μασάμε και στην καθημερινότητα πως δεν κωλώνουμε.
Φαίνεται όμως πως δεν ήταν αρκετό. Τίποτα από όλα όσα καταφέραμε δεν εμπόδισε το τέλος να διαδεχτεί το δυνητικό μας «για πάντα». Και να βάλει στη θέση του ένα παγερό μιζεριασμένο πρέπει. Και θα με τρώνε πάντα οι ίδιες αμφιβολίες. Θα αμφισβητώ το μέτρο της αγάπης σου. Αν τελικά κουράστηκες και μέχρι εκεί μπορούσες. Αν όλα όσα τελικά μου έδωσες είχαν ημερομηνία λήξης και τίτλο «ως εδώ».
Και τα όνειρα που δε βιώσαμε θα στοιχειώνουν τις σκέψεις μου. Ο νους μου θα τρέχει σ’ εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη στιγμή που η αγκαλιά σου έγινε τοίχος. Την ώρα που κοινό μας μέλλον παρέδωσε τα ηνία στο μοναχικό παρόν. Στην κάθε ανεξάρτητη ανάμνηση που γεννήθηκε την ώρα που μάζεψα τα κομμάτια μου και σύρθηκα στην έξοδο. Με τα μαγουλά μου στεγνά από τα δάκρυα των περασμένων μας συζητήσεων. Το βλέμμα παγωμένο και το κορμί κατατρεγμένο από το βίαιο αποχωρισμό. Οι σκέψεις σκορπισμένες στην ατμόσφαιρα και το αιώνιο γιατί. Αυτό το γιατί που δεν απαντήθηκε ποτέ. Που ακόμα κι αν απαντήθηκε, αυτή η εξήγηση δε με κάλυψε ποτέ.
Δε θα δω ποτέ πως αλλάζεις. Την πρώτη ρυτίδα του προσώπου σου, τις συνήθειες που αποκτάς και τον τρόπο που ξυπνάς. Το γέλιο σου, τον ήχο της φωνής σου πως αντηχεί σε κάθε σου συναίσθημα. Κάποια στιγμή κάθε ιδανική εικόνα μας θα απομακρύνεται. Και θα δώσει στο μυαλό τροφή να υποθέτει. Να φαντάζεται πως έμεινες καιρό στη φυλακή σου πριν ανοίξεις την πόρτα.
Θα έμενα εδώ και για το λίγο σου. Μα αυτό που δε θα μπορούσες να μου δώσεις θα με έπνιγε σαν θηλιά στο λαιμό. Ποτέ δε θα μάθω αν μετάνιωνες. Και δεν ξέρω αν αυτό θα με πνίγει πραγματικά πιο πολύ. Τα χέρια σου που ένιωθες πως άδειασαν. Αν οι τύψεις σε έκαναν να νιώσεις άδικος για μια στιγμή. Αν η απώλεια της παρουσίας μου σε προσγείωνε ξανά απότομα κάνοντάς σε να ξυπνήσεις απ’ το λήθαργο. Όλα αυτά που θα χτίζαμε. Και οι στιγμές μας που θα έδιναν ψυχή στην πορεία μας. Όλα τα όμορφα που θα ζούσαμε, τα χαμόγελα που θα φορούσαμε βιώνοντας την κάθε μας μικρή ιστορία.
Ψάχνω το χαμένο μας «για πάντα» στους τίτλους τέλους. Που μαζί του έφερε και κλείδωσε για πάντα στο χθες μας ανεκπλήρωτα όνειρα, γκρέμισε αράδες από συναισθήματα που συνέθεταν μια μεγάλη ευτυχία και κατεδαφίστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Και άφησε πίσω της δυο έρμαια. Δύο ανθρώπους μισούς. Που αδυνατούν πια να νιώσουν οικείο άλλο σώμα. Που δανείζονται συναισθήματα και τα επιστρέφουν ατσαλάκωτα πίσω. Που δε διατίθενται να χαλαλίσουν την παραμικρή στιγμή σε περαστικούς. Που αναρωτιούνται τι απέμεινε από το όνειρο ακόμα να θυμούνται.
Θα μείνω πίσω στο χθες να θάβω μικρές ανόητες και κάποτε κοινές εκφράσεις μας. Γνωμικά μας που τα απομεινάρια τους θα ζουν στο τώρα μου αλλά θα έχουν αλλάξει παρονομαστή. Και φέρνοντας πού και πού στη μνήμη τα αυθόρμητα αστεία μας θα προκαλείται ένα σιωπηλό γελάκι νοσταλγίας. Έννοια σου και θα αφανίσω ενοχοποιητικά στοιχεία σου και οποιαδήποτε ανάμνηση.
Και δε θα δεις ούτε εμένα να αλλάζω. Κάποτε σου έμοιαζα και τώρα δοκιμάζω τον εαυτό μου να δω πως λειτουργεί χωρίς το πρότυπό σου. Όχι πως θα αλλάξω εαυτό μα η καθημερινή τριβή μαζί σου με έφερνε όλο και πιο κοντά σου. Οι ασυναίσθητες εκφράσεις μου ήταν τρομακτικά ίδιες με τις δικές σου. Και ίσως έχει απομείνει κάποιο κατάλοιπο. Μα είναι αποκλειστικά δικό μου πια. Όπως και ο κόσμος μου. Ο κόσμος που διάλεξες να απέχεις και που θα εμφανίζεται πλέον μόνο στη φαντασία σου. Και ίσως στα όνειρά σου. Μα ξέχασα, εσύ δεν ονειρεύεσαι.
Μονάχα εγώ και με τα μάτια ανοιχτά. Και δε θα πάψω ποτέ να λειτουργώ με αυτό το τρόπο. Γιατί αυτό μου θυμίζει πώς να γελάω και με κρατάει ζωντανή. Μου δίνει δύναμη να συνεχίσω και με δυναμώνει συνεχώς. Η δύναμη αυτή όμως δε θα πάψει ποτέ να μου θυμίζει πως «μαζί σου πάντα θα με δένει μια παραλίγο ευτυχία».
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή