Λένε πως όταν κάποιος δεν είναι πια κοντά σου, όλα όσα αναβιώνεις με το νου για εκείνον παραμένουν ανεξίτηλα στο χρόνο. Έτσι ακριβώς όπως τα άφησες. Όπως καθετί που δεν αγγίζεις πια ορθώνεται αναλλοίωτο στην ψυχή αλλά και στη σκέψη. Όλα όσα ζήσατε παραμένουν σαν όνειρο που κάποτε βιώσεις λες και ήταν αλήθεια. Κάτι δικό σας που ζωντάνεψε με την αγάπη του, πήρε πνοή από τη ζεστασιά του και σάρκα από τις πράξεις του.
Και κάπως έτσι ταΐζεις με τη σκέψη σου μία πολυαγαπημένη ανάμνηση κι εκείνη επιστρέφει πιο δυνατή να γίνει ένα με το παρόν σου. Και ίσως με την θύμηση η έντασή της είναι πιο μεγάλη απ’ ότι θα ήταν στην πραγματικότητα. Ή μπορεί και όχι. Μα αυτό δε θα το μάθεις ποτέ. Κι αυτή θα είναι η πιο έντονη αμφιβολία σου.
Γλυκά σημάδια στον εαυτό σου παραμένουν για να σου θυμίσουν πως για μια στιγμή ήσουν ένας άλλος πλάι του. Κι εκείνος κάποιος που μόνο μαζί σου μπορεί να ναι. Και κάπως έτσι πάντοτε θα αναρωτιέσαι για την εξέλιξή του. Τα μάτια σου δε θα παύουν λεπτό να τον αναζητούν σε κάθε περαστικό. Σε κάθε γνώριμο μέρος. Το μυαλό σου θα αποσπάται για λεπτά όταν κάτι στον θυμίζει. Ώσπου μια ανάμνηση θα κυλήσει στο μάγουλό σου και θα σβήσει πέφτοντας στο πάτωμα συνεφέρνοντάς σε.
Μένεις να τον ευχαριστείς για το δώρο που σου προσέφερε. Τη ζωή που σου χάρισε, την πίστη του σε σένα. Τα λάθη που εξαιτίας του έγινες καλύτερος άνθρωπος. Τον ευγνωμονείς για τον τρόπο που σου έμαθε να εκδηλώνεις την αγάπη σου. Τον θυμάσαι. Και η εικόνα σου αυτή κρατάει ζωντανές όλες τις αποκλειστικές σας αναμνήσεις.
Οι μνήμες σου είναι ότι πιο πολύτιμο έχεις πλέον από εκείνον. Τις πιο πολλές φορές συνειδητοποιείς πως έχεις κρατήσει αναλλοίωτα τα πράγματα εκείνα που σας συνέδεαν με τόση στοργή. Είναι μάλιστα στιγμές που θαρρείς πως οτιδήποτε δικό σας σε φέρνει κοντά του ταυτόχρονα στέκεται εμπόδιο και σε απομακρύνει από οτιδήποτε άλλο σε πλησιάσει. Εξακολουθείς να μιλάς και να φέρεσαι σαν αυτόν. Κλείνεις τα χείλη με τα χέρια σου για να μην του φωνάξεις «κοίτα με». Συνεχίζω να σου μοιάζω. Είμαι εγώ ο δυνατός πλέον.
Ένας Θεός ξέρει το ποσό πολύ σου λείπει. Φοβάσαι να το παραδεχθείς ακόμα και στον ίδιο σου τον εαυτό. Όταν το συνειδητοποιείς σε τρομάζει ακόμα και η ιδέα αυτής της σκέψης ακόμα κι αν δημιουργήθηκε από σένα και τη συνεχόμενη θλίψη σου. Σε βρίσκει μόνο παρέα με το άπιαστο να αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου ελπίζοντας πως θα έρθει το βραδύ στον ύπνο σου και το πρωί θα ξυπνήσεις με την αίσθησή του σαν να μην έφυγε ποτέ.
Είναι γεγονός πως δεν πονάει το ίδιο όπως στην αρχή. Πληγώνει όμως διπλά όταν φτάνει η ώρα που συνειδητοποιείς ότι για καιρό πίστευες πως είχες ξεφύγει απ τον κλοιό της θύμησής του, ενώ έρχεται αιφνιδιαστικά να παίξει για άλλη μια φορά με το μυαλό σου. Εισβάλλει για να νικήσει αποφασιστικά τα θέλω σου λες και του ανήκουν ακόμα, παίρνοντας το δικαίωμα να τα εξουσιάσει.
Λένε πως όταν σκέφτεσαι κάποιον συνέχεια, η σκέψη σου έχει τόση δύναμη, ικανή να φέρει την παρουσία στην πραγματικότητα κοντά σου. Μπορεί να μην κατάφερα να σε κάνω να έρθεις, μα σίγουρα αυτό δεν πτοεί τη δύναμη της επιθυμίας να συνεχίσω να το κάνω απτόητος. Μέχρι να ξεκόψω ριζικά οτιδήποτε έχει να κάνει με σένα. Να αλλάζω συνεχώς μα στο τέλος πάντοτε να παραμένω εκείνος ο ίδιος άνθρωπος που τόσο προσπάθησες να αποβάλλεις από μέσα σου, μήπως και μαζί με τον εαυτό σου καταφέρεις να ξεφορτωθείς τελικά κι εμένα .
«Ήθελα απλώς να μην πάψω να σου λέω σ’ αγαπώ. Γιατί το να μη σ’ αγαπώ δε γίνεται. Έγινε όμως το να μη στο λέω πια. Και κάπως έτσι το σ’ αγαπώ μας έγινε μη φεύγεις, άκου με και μείνε λίγο ακόμα». Θα στο λέω, ακόμα κι αν δεν το ακούσεις ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου