Ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα αλλάζουν αστραπιαία. Οι νέες γενιές διαδέχονται τις παλιές. Τα παιδιά αντιμετωπίζουν μια φανερά αλλαγμένη πραγματικότητα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Γεγονότα που θεωρούνταν ταμπού κάποτε, τώρα πλέον αποτελούν κάτι ξεπερασμένο. Τα συνήθεις για εμάς, απαγορευμένα η μη, συντηρητικά η όχι πράγματα δανείζουν τη θέση τους στο παρελθόν και μετατρέπονται σε δεδομένα σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, παλιότερα κρατούσαμε τις σχέσεις μας μακριά απ’ το στενό οικογενειακό μας κύκλο. Τα κρυφά ραντεβουδάκια έδιναν κι έπαιρναν. Οτιδήποτε είχε να κάνει με ερωτική επαφή του αντίθετου φύλου ήταν αποκλειστικό μυστικό ανάμεσα σε εμάς και τους κολλητούς. Κάθε γνωριμία με οποιονδήποτε γονέα σήμαινε αυτόματα κι ένα είδος δέσμευσης ως προς το ζευγάρι. Σαν ένας λόγος που άτυπα δινόταν στους γονείς ο οποίος υπόσχονταν επισημοποίηση στο άμεσο μέλλον.
Με αυτόν τον τρόπο κάθε σχέση που έφτανε στο τέλος της, μπορεί να μη γινόταν καν αντιληπτή απ’ τη μαμά μας, που είχε άγνοια των πραγμάτων, απλά δεν ερχόταν σε επαφή με εκάστοτε πρόσωπα και δεν είχε καμία εικόνα. Ακόμα κι αν υποψιαζόταν κάτι, ή απ’ τα δικά μας μισόλογα έπιανε στον αέρα γεγονότα, δεν είχαν τη δύναμη να την επηρεάσουν συναισθηματικά ως προς κάποιο πρόσωπο και να την κάνουν να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη.
Πλέον, οι μάνες μας είναι φίλες με τους συντρόφους μας. Ξέρουν τι νούμερο παπούτσι φοράνε και φυσικά το αγαπημένο τους φαγητό ώστε να δώσουν ταπεράκι για το σπίτι. Τα μηνύματα στο βάιμπερ πάνε κι έρχονται και μια σχέση αγάπης ξεκινάει. Οι αδυναμίες αναπτύσσονται και το δέσιμο έρχεται γρήγορα.
Τόσο γρήγορα που πριν καν αντιληφθείς ότι τελικά δεν ταιριάζεις με το συγκεκριμένο άτομο, εκείνη έχει ήδη σχεδιάσει την κοινή πορεία σας. Κάνει μεγαλύτερα όνειρα από σένα κι επενδύει σε αυτό που πιστεύει ότι είναι καλύτερο για το παιδί της. Σίγουρα είναι πολύ όμορφο να έχεις την έγκριση και την ενθάρρυνση της μητέρας σου και να βλέπεις το άλλο σου μισό να αγαπά ό,τι λατρεύεις. Αλλά, δυστυχώς, αυτό πολλές φορές δυσκολεύει συναισθηματικά τις καταστάσεις όταν τα δεδομένα ανατραπούν.
Είναι, λοιπόν, απόλυτα λογικό κι επόμενο μετά από έναν επερχόμενο χωρισμό σου να πειραχτεί πιο πολύ απ’ ό,τι εσύ. Την έχεις βάλει για τα καλά στην ερωτική σου ζωή κι εφόσον έχει λόγο επάνω σε αυτό, η γνώμη της μετράει. Κι αν εσύ έχεις κατανοήσει απόλυτα τους λόγους που χωρίζεις, εκείνη παραμένοντας πιστή στο συναισθηματικό της δέσιμο επιμένει στη δική της άποψη και στη δική σου πρώην επιλογή.
Κι ενώ εσύ παλεύεις με τα θηρία που λέγονται «αμφιβολίες» και τα τέρατα που λέγονται «πόνος κι ανάμνηση», έχεις και τη μάνα σου που σου υπενθυμίζει καθημερινά πόσο τον συμπαθούσε. Κάθε της αναφορά στο άτομο αυτό να σου υπενθυμίζει πράγματα που προσπαθείς να ξεπεράσεις. Σου αναφέρει στιγμές από ό,τι προσπαθείς να μη θυμάσαι και απλά παριστάνεις πως –ή κι όντως– δε σε νοιάζει.
Ας μη γινόμαστε υπερβολικοί, αλλά κάθε φορά που επιστρέφεις σπίτι, αν όχι και τις δέκα, τις εννιά φορές θα πέσει ψάρεμα τύπου: «Μιλάτε ακόμα με τον Θεμιστοκλή;», «Τι να κάνει, άραγε, εκείνο το παιδί;». Κι αν δεν αποσπάσει τις πληροφορίες ώστε η έρευνα να είναι επαρκής για να διεξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα, σου κάνει την καρδιά περιβόλι λέγοντάς σου «Πού πας και μπλέκεις τώρα, βρε παιδάκι μου;».
Κι αν μετά την Αφροξυλάνθη ή τον Μπάμπη, το χάος και το τίποτα μην περιμένεις σε καμία περίπτωση να εγκρίνουν τον επόμενο. Θα ελπίζουν πάντα πως θα επιστρέψει ξανά η περίοδος που η μητέρα σου κι εκείνος αντάλλασσαν συνταγές ή συζητούσαν τις νέες εξελίξεις για το reality που φανατικά παρακολουθούσαν. Θα σνομπάρει κάθε επιλογή σου, λες και δεν υπάρχει στον κόσμο καλύτερος απ’ τον πρώην σου, στην κυριολεξία θα προσπαθήσει να σε πείσει πως κάνεις λάθος.
Η τάση των γονέων μας να ταυτίζονται και να δέχονται τις επιλογές μας γενικεύεται κι αποτελεί κομμάτι της ζωής μας. Η ενεργή παρουσία τους είναι πολλές φορές η φωνή της λογικής, αλλά κι ο λόγος που ίσως θα προτιμούσες να μη γνώριζαν πολλά, αλλά τα βασικά. Κι αυτό γιατί μαζί σου πληγώνεται κι η φουκαριάρα η μανούλα σου, καθώς αποχωρίζεστε τον ίδιο άνθρωπο. Εσύ τον σύντροφό σου κι εκείνη κάποιον που σε έκανε δυστυχισμένο με τη φυγή του ή ευτυχισμένο όσο ήταν εκεί.
Σε κάθε περίπτωση, όσο και να θέσουμε τα «περιοριστικά μας μέτρα» απέναντι στους γονείς μας, πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να καθοδηγούν και να ορίζουν τον κόσμο μας. Έναν κόσμο που εκείνοι πάντα προετοίμασαν να μας δεχτεί. Το δικαιούνται, άλλωστε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη