Εμείς οι παράξενοι κι ίσως λιγουλάκι εσωστρεφείς και παρεξηγησιάρηδες έχουμε πολλές φορές την τάση να παρερμηνεύουμε τις προθέσεις των άλλων στο άκουσμα μόνο μιας φράσης τους. Λαμβάνοντας λάθος μηνύματα και παραποιώντας στο μικρό μας κεφαλάκι τα λεγόμενα της στιγμής, βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα αυθαίρετα και βιαστικά. Κατεβάζουμε ρολά, καταπίνουμε θιγμένες γουλιές θυμού και κλεινόμαστε ξανά πίσω στο καβούκι μας.
Άραγε, γιατί κάνουμε πάντα αυτό το λάθος; Γιατί διαλέγουμε το δύσκολο δρόμο της παραίτησης απ’ την παραμονή και την επιμονή να λυθεί το ζήτημα; Γιατί δε δίνουμε στον άλλο την ευκαιρία να μας εξηγήσει τι εννοεί και πώς σκέφτεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε; Μπορεί να μας πάρει λιγότερο χρόνο να καθίσουμε και να ακούσουμε μια άλλη εκδοχή απ’ το να υποστηρίξουμε με πάθος τη δική μας στα κρυφά και στα αδιέξοδα ερωτηματικά που θα γεννήσει ο παραλογισμός μας.
Με τη συζήτηση πάντοτε βρίσκονται λύσεις και με την καλή θέληση και των δυο οδηγούμαστε όχι στη ρήξη, αλλά σε πιο παραγωγικά πράγματα. Αν φοβάσαι να μιλήσεις έξω απ’ τα δόντια, δε θα δώσεις ποτέ την ευκαιρία στον εαυτό σου να διεκδικήσει αυτό που επιθυμεί και να απορρίψει αυτό που δε θέλει, που στην τελική είναι δικαίωμά σου να ξέρεις.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ακούμε κάτι που δε μας αρέσει, ίσως είναι πιο εύκολο να δείξουμε τη δυσαρέσκειά μας, που στο κάτω-κάτω δεν είναι καθόλου ωραία εικόνα διότι διαστρεβλώνει την εικόνα μας, ακόμη κι αν έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Το γεγονός ότι από μικρά παιδιά έχουμε μάθει να μας νταντεύουν κάθε φορά που βάζαμε τα κλάματα, αυτό δε σημαίνει πως αυτό αποτελεί υποχρέωση κανενός να μας συμπεριφερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ενήλικη ζωή. Τα μουτράκια κι οι εγωισμοί μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να προκαλέσουν.
Με αυτήν τη συμπεριφορά βγάζουμε προς τα έξω ένα πρόσωπο που ίσως δε μας αντιπροσωπεύει. Δείχνουμε την εικόνα του δύστροπου ανθρώπου, που νευριάζει, θίγεται κι ανώριμα κλείνεται στο καβούκι του. Κάποιου που δεν έχει τη διάθεση να μιλήσει ευθέως και με ωριμότητα, ανοιχτά κι ειλικρινά. Πάντοτε αυτό εκτιμάται. Έτσι, και δίκιο να έχεις κάποιες φορές, αυτόματα δεν το βρίσκεις ποτέ γιατί δίνεις το έναυσμα στον άλλον να κρίνει εσένα πρώτα για την αντίδρασή σου κι όχι τον ίδιο του τον εαυτό, αν πραγματικά έσφαλε.
Όταν σ’ ενοχλεί κάτι να το λες. Ο άλλος δεν μπορεί να μαντέψει ούτε το πώς σκέφτεσαι, αλλά ούτε αν ξύπνησες στραβά το πρωί εκείνης της μέρας. Αν δεν αναλύσεις τι ακριβώς είναι αυτό που σε πειράζει, δε δίνεις στον άλλο την ευκαιρία να σε μάθει ολοκληρωτικά. Γυρίζοντάς του την πλάτη κλείνεις τα χαρτιά σου και μαζί κάθε κανάλι επικοινωνίας. Έτσι κάθε ελπίδα να φτάσει αυτή η σχέση παραπέρα χάνεται και καταλήγει, στο τέλος, αν όχι να χαλάσει, να παραμείνει στάσιμη.
Όταν συμπεριφέρεσαι έτσι, δε δικαιούσαι να έχεις την απαίτηση απ’ τους άλλους να σε αντιμετωπίζουν ώριμα και να σε υπολογίζουν όπως σου πρέπει. Αν θέλεις να αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται κάποιος, δε μένει παρά να λύνεις μαζί του οποιαδήποτε διαφωνία. Να ενισχύσεις και να εξελίξεις την αλληλεπίδρασή σου μαζί του. Κάτι τέτοιο σας πηγαίνει μπροστά και μέσα απ’ την αποκάλυψη όσων σε πειράζουν, τα καθιστάς ανίκανα να σε βλάψουν πια. Έτσι, στο πέρασμά τους καταφέρνουν να ξετυλίξουν ταυτόχρονα δύο ανθρώπους διαφορετικούς κάτω απ’ το ίδιο σκηνικό αγάπης κι επικοινωνίας.
Μέσα απ’ τις διαφωνίες μαθαίνει καλύτερα ο ένας τον άλλο. Υπάρχουν ρήξεις που ενώ φαινομενικά απομακρύνουν τους δυο σας, ταυτόχρονα σας φέρνουν πιο κοντά. Επάνω στην κουβέντα αποκαλύπτεις πράγματα που μπορεί να μη γνώριζε για εσένα. Του δείχνεις και σου δείχνει πλευρές του εαυτού του που σε βοηθούν να τον κατανοήσεις περισσότερο. Και στην τελική, να έρθεις στη θέση του και να αντιληφθείς γιατί κάνει αυτό που κάνει. Να τον αγαπήσεις μέσα απ’ τις ιδιαιτερότητές του. Να τον αποδεχθείς εν τέλει.
Με αυτόν τον τρόπο δε προσπαθείς να αλλάξεις τον άλλο. Απ’ τη στιγμή που θα πεις αυτό που σε ενοχλεί μία φορά, τον ωθείς να σκεφτεί διπλά να πράξει ξανά με τον ίδιο τρόπο. Αποφεύγεις τις επαναλαμβανόμενα ενοχλητικές πράξεις. Δίνεις το έναυσμα να σε υπολογίζει και να σε σκέφτεται περισσότερο. Γιατί με αυτόν τον τρόπο δείχνεις πάνω απ’ όλα πως εκτιμάς κι αγαπάς κυρίως τον εαυτό σου. Με την τιμιότητα του να λες αυθόρμητα τι σκέφτεσαι, ο άλλος μαθαίνει ότι η αξία αυτή έχει μεγάλη σημασία για σένα.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που μέσα από ένα «δεν πειράζει» ή ένα «δεν έχω τίποτα» υποκριθείς πως είσαι καλά, να θυμάσαι πως θάβεις μέσα σου και μια μεγάλη σου επιθυμία. Από ανασφάλεια ή οποιονδήποτε άλλο ενδοιασμό θέτεις τις ανάγκες σου σε δεύτερη μοίρα. Δεν τιμωρείς κανέναν με το να απομακρύνεσαι συναισθηματικά και να μην ανοίγεσαι. Δε γίνεσαι πιο μυστηριώδης ή πιο ποθητός αφήνοντας τον άλλο να «καίγεται» στη φωτιά της άγνοιάς του. Δεν αναπτύσσεις έτσι υγιείς σχέσεις.
Στήνεις παιχνίδια που αργά ή γρήγορα τελειώνουν με την ήττα δική σου. Κέρδισε χρόνο απ’ τη ζωή σου εξηγώντας πόσο σε πληγώνει κάτι. Λέγοντας πόσο άσχημα αισθάνεσαι. Δεν απογοητεύεις κανέναν αν δε συμφωνείς με τον τρόπο που σκέφτεται. Αντιθέτως, τον απογοητεύεις όταν δεν προσπαθείς να λύσεις τη διαφορά. Γιατί τότε είναι σαν να δείχνεις πως δε νοιάζεσαι. Και το τελευταίο πράγμα που θες είναι να δίνεις λάθος μηνύματα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη