Ο καιρός αρχίζει να χαλάει σιγά- σιγά. Ο χειμώνας έχει αρχίσει να μας δείχνει τα δόντια του, αναποφάσιστα μεν αλλά μια ψυχρούλα την έχει βάλει. Τα βράδια πρέπει να ντύνεσαι καλά αν δε θέλεις να αρπάξεις ένα από εκείνα τα χειμερινά κρυώματα που σε επισκέπτονται απρόσμενα ένα πρωινό ξυπνώντας σε με ενοχλήσεις στο λαιμό και κλειστή μύτη.
Αποφασίζεις λοιπόν να κατεβάσεις τα χειμωνιάτικα από το πατάρι και να μην το ρισκάρεις. Μακριά παντελονάκια, χοντρές ζακέτες και τα αγαπημένα σου φούτερ. Ανακαλύπτεις πόσο νοικοκύρης είσαι, αυτοσαρκάζεσαι για λίγο καθώς δε φταις εσύ για τις αραχνούλες που κοσμούν τις παλιές κούτες στην αποθήκη και συνεχίζεις ακάθεκτος να ψαχουλεύεις. Κάνεις και μια βόλτα στο πατρικό σου καθώς πάντα υπάρχει ξεχασμένο κάποιο «διαμαντάκι» στην ντουλάπα σου που σε περιμένει να θυμηθείς πως είναι εκεί για σένα και να το πάρεις μαζί.
Πόσο σου λείπει το παλιό σου δωμάτιο. Όλα εκεί μέσα θυμίζουν την παλιά σου εφηβεία που τόσο πολύ έντονα βίωσες. Κολλημένες αφίσες των αγαπημένων σου ειδώλων κοσμούν τους τοίχους μαζί με φωτογραφίες και κάδρα από τις σχολικές εκδρομές. Άλλα παλιά άλμπουμ από τα παιδικά χρόνια είναι ακόμα στο συρτάρι και οι κασέτες από τα τραγούδια σκορπισμένες πίσω από τα γουόκμαν. Να και το παλιό σου κινητό! Πόσες ώρες σπαταλούσες σε εκείνο το φιδάκι. Τα βιβλία σου επάνω στα ράφια είναι ακόμα εκεί να σου θυμίζουν τα πρωινά δύσκολα ξυπνήματα και τις ώρες που περνούσες διαβάζοντας.
Και η ντουλάπα σου. Φοβάσαι να την ανοίξεις, όλο και κάτι κρυμμένο θα βρεις εκεί μέσα κι αν είσαι τυχερός και δε σου πέσει στο κεφάλι θα δεις και τι ήταν. Ρισκάρεις. Αναρωτιέσαι πώς έμπαινες τότε σε εκείνα τα ρούχα. Πάνε πολλά χρόνια, το σώμα σου έχει αλλάξει όπως και το πρόσωπό σου. Όλο σου το είναι.
Μια σταλιά πιτσιρίκι ήσουν όταν πρωτοαγόρασες εκείνο το ξεβαμμένο τζιν στην τρίτη λυκείου. Η μόδα τότε ζητούσε να παίρνουμε τα ρούχα ένα νούμερο μικρότερα, να είναι τσίτα στο σώμα. Θυμάσαι πως τότε ίσα που ανέπνεες, ένα μικρό ρούφηγμα της κοιλιάς σου επέτρεπε να κουμπώσεις το κουμπί και το φερμουάρ. Το παίρνεις στα χέρια σου. Χαϊδεύεις το ύφασμα. Τόσο χαμηλοκάβαλο όσο ποτέ με μια καμπάνα τεράστια. Να που οι καμπάνες είναι πάλι στη μόδα. Πόσο καλά έκανες που φύλαξες τα παλιά σου ρούχα. Χαμογελάς στη σκέψη πως σου κάνει ακόμα. Σκέφτεσαι να το δοκιμάσεις. «Δε βαριέσαι, τουλάχιστον θα γελάσεις προσπαθώντας να ανεβάσεις τον καβάλο.». Δε σε βλέπει δα και κανένας.
Δειλά-δειλά επιχειρείς να το δοκιμάζεις. Προς έκπληξή σου ανακαλύπτεις ότι το τζιν σου ανέβηκε με μεγάλη ευκολία. Κουμπώθηκες χωρίς να πάθεις ασφυξία και να ‘σαι! Έτοιμος να ποζάρεις ανενόχλητος μπροστά στον καθρέφτη σου. Η χαρά που σε πλημμυρίζει είναι απερίγραπτη. Χοροπηδάς εδώ κι εκεί. Για σένα είναι επίτευγμα να μπεις και πάλι με την ίδια ευκολία όπως πριν από δέκα χρόνια σε ένα τόσο παλιό ρούχο. Όσο μεγαλώνεις το σώμα σου αλλάζει. Παίρνει μορφή ενήλικα, το γυμναστήριο επίσης σου προσθέτει μύες και οι βραδυνές λιχουδιές θερμίδες αλλά με σένα κάποιο θαύμα έγινε και παρέμεινες ίδιος γιατί το ρούχο αποκλείεται να μεγάλωσε. Ο ενθουσιασμός σε συνεπαίρνει, σχεδόν φωνάζεις από χαρά και έκπληξη. Φοράς και πάλι την περασμένη σου εφηβεία.
Μέσα στο παλιό σου τζιν αισθάνεσαι και πάλι παιδί. Στο μυαλό σου παίζουν στιγμές από την πενθήμερη εκδρομή, τις φάρσες που κάνατε τα βράδια στα δωμάτια του ξενοδοχείου, το φανάρι που κράτησες στο φίλο σου εκείνη την ημέρα για να τον αφήσουν οι δικοί του να βγει, τους παλιούς έρωτες, εκείνους που για χάρη τους έκανες το πρώτο σου μεθύσι. Και την πρώτη σου σχέση. Πώς να ξεχάσεις εκείνον τον έρωτα που σε περίμενε στη γωνία του στενού για να περάσετε ώρες σε εκείνο το παγκάκι αγκαλιά λέγοντας όσα ποτέ δεν έχετε πει. Τους φόβους, τις ελπίδες και τα όνειρά σας. Στη μνήμη σου έρχονται τα κλάματα και το άγχος των πανελληνίων. Εκείνα τα ψυχρά φύλα χαρτιού που θα έκριναν σε μια στιγμή το μέλλον σου. Το φροντιστήριο και οι καθηγητές που πίστεψαν σε σένα. Όλα όσα πέρασες είναι μαγικό το πως σκάνε μπροστά στα μάτια σου σαν ταινία μικρού μήκους.
Με αφορμή ένα παλιό ρούχο ταξίδεψες για λίγο στο χθες. Το τζιν σου δεν απλώς είναι παντελόνι, είναι ιστορία. Είναι όλες οι μικρές σου αναμνήσεις κομμένες και ραμμένες σε δυο μπατζάκια. Είναι τα χρόνια που κουβαλάς μαζί σου. Είναι εσύ. Μια εκδοχή του εαυτού σου που αχνοφαίνονταν πίσω από άγχη και ανησυχίες που έχουν πλέον γεννηθεί και σε συνεπαίρνουν κάνοντάς σε να ξεχνάς πόσο όμορφα μπορείς να αισθάνεσαι χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Πόσο εύκολα έρχονται στο φως ξανά απλά και μόνο αναβιώνοντας παιδικές ιστορίες.
Πόσο νοσταλγείς εκείνα τα χρόνια. Διαπιστώνεις πόσο έχεις αλλάξει. Ό, τι σε προβλημάτιζε τότε δεν έχει θέση πλέον στο σήμερα και όσα έχουν συμβεί τώρα τότε έμοιαζαν σαν ένα μακρινό όνειρο. Σου λείπουν εκείνα τα χρόνια. Σου λείπει να είσαι και πάλι έφηβος. Σου λείπει να είσαι μικρός και αισθάνεσαι μεγάλος γιατί κατά βάθος τώρα ξέρεις πως όταν μεγαλώσεις στ’ αλήθεια δε θα το θες πια. Σου λείπουν τόσο όλα όσα είχες ξεχάσει. Παίρνεις το τζιν μαζί σου. Τώρα όσα έζησες θα έρθουν κι αυτά στο νέο σου σπίτι. Το υπόσχεσαι στον εαυτό σου πως θα είναι πάντα εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου