Κάποιος κάποτε μου είχε πει «χωρίς συμμαχίες δεν πας πουθενά» και απορούσα για ποιο πράγμα μιλάει. Μεγαλώνοντας σκέφτηκα πως μάλλον ο όρος «συμμαχία» δεν αφορά μια φράση που αναφέρεται στο marketing αλλά περισσότερο τη φιλία, την ανταπόδοση των συναισθημάτων, την αγνή αυτή σχέση. Τη φιλία που θα σε κάνει να προχωρήσεις μπροστά κι εκτός από ψυχαγωγία θα σου προσφέρει και μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Όροι σαν τη φιλία είναι δύσκολο να αποδοθούν και αυτό γιατί δεν είναι ένα και το αυτό ο ορισμός τους, αλλά περισσότερα πράγματα, αφού μπαίνει η υποκειμενική σκοπιά στο παιχνίδι. Ο κάθε άνθρωπος θέτει τα δικά του στάνταρ για το πώς αξίζει να είναι ένας καλός φίλος αλλά και για το πώς πρέπει να είναι ο ίδιος. Δεν υπάρχει νόμος ή συμφωνητικό που λέει πως ένας φίλος είναι έτσι, έτσι κι έτσι.
Άλλοι θέλουν έναν φίλο πιστό που θα είναι πανταχού παρών, που θα απαντάει σβέλτα στα μηνύματα και θα είναι πάντα εκεί γι’ αυτούς- που μοιάζει περισσότερο με γραμματειακή υποστήριξη. Άλλοι και να είναι οι φίλοι τους μακριά και να έχουν να τους μιλήσουν πόσο καιρό, δεν τους νοιάζει γιατί ξέρουν ότι είναι εκεί γι’ αυτούς. Για μερικούς, ο φίλος στις χαρές φαίνεται και για άλλους στα δύσκολα. Οπότε είναι δύσκολο να διατυπωθεί τι ακριβώς ψάχνουμε σε έναν φίλο. Αν όμως σε ρωτήσουν πώς δε θα ήθελες να είναι ένας φίλος σου, τι θα έλεγες;
Μέσα λοιπόν στα αναρίθμητα αυτά χαρακτηριστικά των don’ts ενός φίλου, ας σταθούμε σε αυτό που είπε ο φιλόσοφος Νίτσε κι έμεινα να το κοιτάω καθώς το διάβαζα και να σκέφτομαι τι θέλει να πει. «Ο φίλος πρέπει να μπορεί να μαντεύει και να σωπαίνει: Δεν πρέπει να θέλει να τα ξέρει όλα». Εννοούσε δηλαδή τι; Ο φίλος να μένει σιωπηλός; Να μην κάνει ερωτήσεις ή απλώς να είναι διακριτικός; Διαφορετικές ερμηνείες σαφώς μπορούν να δοθούν αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε στο εξής· ο φίλος (όπως και όλοι άλλωστε) δεν πρέπει να είναι πιεστικός.
Σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή σου έχεις σκεφτεί κάτι, έχεις κάνει κάτι, έχει συμβεί κάτι που δεν ήσουν περήφανος γι’ αυτό, που δεν ένιωθες έτοιμος να το πεις ή απλώς θεώρησες ότι πρέπει να το κρατήσεις μυστικό για τον δικό σου λόγο. Ο φίλος, ως καλός φίλος, κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει ότι κάτι κρύβεις κι εκείνη είναι η στιγμή που άρχισε τις ερωτήσεις.
Εσύ έρχεσαι σε δύσκολη θέση να εκφράσεις τι έχει γίνει, τι έχει συμβεί και αρχίζεις να νιώθεις και να αισθάνεσαι πίεση. Νιώθεις ότι είσαι αναγκασμένος να πεις πράγματα για τον εαυτό σου και τη ζωή σου που δεν είσαι έτοιμος να μοιραστείς, μόνο και μόνο επειδή ο φίλος σου έχει πάρει το συγκεκριμένο ύφος· το ύφος της ανάκρισης. Ύφος που δεν είναι εσκεμμένο ή δε γίνεται επί τούτου, που συμβαίνει ασυνείδητα και είναι απλώς αποτέλεσμα μεγάλης οικειότητας, αλλά εσένα σε κάνει να αισθάνεσαι ενοχικά για κάθε φορά που δεν του λες κάτι.
Κι ενώ αυτό γίνεται επανειλημμένα και συχνά, εσύ έχεις κολλήσει στο αν πρέπει να τα «ξεράσεις» όλα στον φίλο σου. Κι αυτό γιατί αν επιλέξεις το αντίθετο και στην ιδέα μόνο νιώθεις ενοχικά, σαν παιδί που έκρυψε κάτι από τον γονιό και θα έχει επίπληξη γι’ αυτό. Αυτή η καταπίεση σε έχει σπρώξει στην εξομολόγηση του οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή σου έτσι ώστε μια κουβέντα με το φίλο σου μετατρέπεται εύκολα σε ανάκριση και η συζήτησή σας σου φαίνεται πιο πολύ σαν ιερά εξέταση, παρά σαν μία ευχάριστη διακοπή.
Κάθε φορά που υιοθετούμε το ύφος του ελέγχου σε κάποιον που δεν είναι διατεθειμένος να μιλήσει για ένα γεγονός, όχι μόνο δεν τον ωθούμε να μας εμπιστευτεί αλλά αντιθέτως τον πρήζουμε, οδηγώντας τον να κρατάει όλο και πιο αμυντική στάση. Όταν το φιλαράκι σου βλέπεις πως δεν είναι καλά και δεν είναι σε θέση να μιλήσει, δώσε του χώρο και χρόνο και ό,τι θέλει να σου πει, θα το πει την ώρα που θέλει εκείνος να στο πει.
Η διακριτικότητα είναι ένα σημείο κλειδί που πρέπει να έχουμε στην τσέπη σε ορισμένες καταστάσεις σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις μας. Όσο χειμαρρώδεις και ελεύθεροι και να είμαστε με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε πως κάποια πράγματα πρέπει να τα κρατάμε για τον εαυτό μας. Κι αυτό ο φίλος το ξέρει και το σέβεται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου