Οι ερωτικές σχέσεις έχουν καταλήξει να είναι πιο περίπλοκες από όσο νομίζαμε πως θα είναι όταν μεγαλώναμε. Όσο ήμασταν παιδιά, βλέπαμε τους γονείς μας, τους θείους μας και τους παππούδες μας να εξελίσσονται και να απολαμβάνουν τόσο φυσικά τη συντροφικότητα μεταξύ τους, που σχεδόν πιστέψαμε πως οι σχέσεις είναι έτσι, τόσο εύκολες. Μεγαλώνοντας κατανοήσαμε πώς το να δημιουργήσεις μια σχέση και να τη διατηρήσεις, μοιάζει περισσότερο με αγώνα δρόμου στα κατσάβραχα παρά με ομαλή διαδρομή.
Καταλάβαμε πως για να υπάρξουν συναισθήματα κι όλες οι αξίες που μια αγάπη περικλείει, δε φτάνει μόνο η χημεία αλλά χρειάζεται πολλά περισσότερα από αυτή. Χρειάζεται προσπάθεια, αφοσίωση κι αμφίπλευρη θέληση για να βγεις νικητής στο παιχνίδι της σχέσης. Αντ’ αυτού ήρθαμε αντιμέτωποι με στρατηγικές που συνδέονται με την αδιαφορία. Θεωρούμε πως θα προσελκύσουμε και θα κρατήσουμε κάποιον με παιχνίδια που δεν έχουν καμία ομοιότητα με αυτά που σε κάνουν να περνάς καλά, αλλά μοιάζουν πιο πολύ με αθλοπαιδίες. Τα παιχνίδια κυριαρχίας, αυτά που κάνει κάποιος μέσα στη σχέση για να «σε παίξει», είναι τόσο συχνό φαινόμενο πια, που έχει μπει στην τροχιά του «φυσιολογικού» και καμιά φορά προτείνεται κι ως μέσο.
Με πιο δημοφιλές το παιχνίδι του «όσο φτύνω, τόσο κολλάει» κι άλλα αντίστοιχα, υπάρχει η εντύπωση πως κανείς θα κρατήσει κοντά του τον άνθρωπο που θέλει. Το ακούμε κατά καιρούς από φίλους, γνωστούς κι άγνωστους που σου δίνουν συμβουλές τύπου «Δείξε αδιαφορία, έτσι θα κολλήσει». Όμως μπορεί το «φτύσιμο», η αδιαφορία, να αποτελέσει ένα μέσο να αποκτήσεις αυτό που θες; Να γίνει ένα επιτυχημένο παιχνίδι στη σχέση;
Μπορεί στην αρχή να μπορέσει κάποιος να πετύχει τον σκοπό του μέσα από αυτό, αλλά μακροπρόθεσμα αυτό που θα κάνει είναι μια τρύπα στο νερό. Ο άνθρωπος που παίζει το παιχνίδι αδιαφορίας δεν μπορεί ξεκάθαρα να δει τις συνέπειές του, ούτε το πώς συμπεριφέρεται ο ίδιος στην προσωπικότητά του. Αφενός, θέλοντας να το παίξει αδιάφορος, υποτιμάει τον εαυτό του. Υποβαθμίζει τη νοημοσύνη του, το ποιος είναι και το τι μπορεί να δώσει συναισθηματικά στον άνθρωπο που έχει δίπλα του. Αντί να πιστέψει πως είναι αντάξιος των συναισθημάτων του συντρόφου του, να κάνει σαφείς τις προθέσεις του από την αρχή και να ξεκαθαρίσει τα δικά του θέλω, προτιμάει να ακολουθήσει μια στρατηγική που είναι περισσότερο εύκολη γι’ αυτόν γιατί δεν εμπεριέχει έκθεση. Δε δημιουργεί προκλήσεις στον εαυτό του, δεν επιλέγει να προσπαθήσει να ανοιχτεί και να αποκαλύψει τα χαρτιά του, αντ’ αυτού επιλέγει να φερθεί στη σχέση με έναν περισσότερο safe τρόπο που ίσως είναι και τεσταρισμένος.
Από την άλλη, δεν υποτιμάει μόνο τον εαυτό του και το τι μπορεί να δώσει αυτός στη σχέση του αλλά αδικεί ταυτόχρονα και το ταίρι του. Δεν ανταποκρίνεται στον άνθρωπο για τον οποίο ενδιαφέρεται στον βαθμό που θα όφειλε και δε λαμβάνει υπόψιν όσα το έτερον ήμισυ του δίνει. Το θύμα του παιχνιδιού της αδιαφορίας, συνήθως δίνει «περισσότερα», αποκαλύπτει πιο εύκολα τα συναισθήματά του κι είναι πιο ξεκάθαρος. Δείχνει ότι θέλει να είναι μαζί του, πως είναι εδώ για να προσπαθήσει γι’ αυτήν την σχέση, ότι είναι εδώ για να δεθεί και να μοιραστεί πράγματα, με αποτέλεσμα να νομίζει ο δείχνων την αδιαφορία πως λειτουργεί η τακτική του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είναι προιόν ψυχολογικού και συναισθηματικού εκβιασμού.
Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι ο άνθρωπος που θα είσαι μαζί του, να είναι ικανός και πρόθυμος ξεγυμνωθεί συναισθηματικά μπροστά σου. Να σου δείξει ποιος πραγματικά είναι, τι πραγματικά νιώθει και τι ουσιαστικά θέλει. Δεν υπάρχει λόγος να δημιουργείς τα «αν» και τα «γιατί» γιατί ο έρωτας τα έχει ούτως ή άλλως. Δεν υπάρχει λόγος να παίζει κανείς σκάκι με τη σχέση του. Άλλωστε, το ρουά ματ στην αγάπη, δεν το πετυχαίνεις ρίχνοντας τη βασίλισσα και τον βασιλιά, μα κρατώντας τους δίπλα δίπλα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου