Σίγουρα, θα έχει τύχει να περπατήσεις στα σοκάκια της Αθήνας κι αν δεν το έχεις κάνει, αν καμιά φορά σε φέρει ο δρόμος προς το κέντρο κάποιας μεγαλούπολης, πέρα απ’ την οχλαγωγία, αν επικεντρώσεις λίγο το βλέμμα σου πιο χαμηλά θα δεις χέρια απλωμένα και κεφάλια σκυφτά. Όσο και να σε τραβάει η μαγεία του κόσμου είναι πραγματικά αδύνατο να κάνεις τα στραβά μάτια σε εκείνα τα χέρια που στέκουν μετέωρα ζητώντας μια στάλα ελπίδας. Και με τα χρόνια και την κρίση να μεγαλώνει, αυτά τα χέρια όλο κι αυξάνονται και γίνονται ένα κομμάτι που τουλάχιστον για κάποιους είναι αδύνατο να προσπεράσεις κοιτώντας αμήχανα το κινητό.
Έτυχε μια μέρα να περπατήσω ανοδικά της Ερμού. Ο κόσμος πολύς, χορευτές του δρόμου, πλανόδιοι έμποροι, μια παλιά λατέρνα να θυμίζει κάτι απ’ τα παλιά. Λίγο πιο πάνω από μακριά ξεχώρισα μια φιγούρα καθισμένη στο πλακόστρωτο, κάτι σαν να κράταγε. Όσο πλησίαζα γινόταν όλο και πιο διακριτό, μια γριούλα, κάπου στα 70, έσφιγγε με τα χέρια της ένα πλαστικό ποτηράκι και καθόταν εκεί με σκυφτό κεφάλι να κοιτάει τα βήματα των περαστικών που επιτάχυναν καθώς περνούσαν από δίπλα της σαν να ήθελαν να αποφύγουν την εικόνα, σαν να ‘θελαν να προσποιηθούν πως αυτήν την εικόνα δεν την αντίκρισαν ποτέ.
Πλησιάζω ψαχουλεύοντας το πορτοφόλι μου, πιάνω ό,τι ψιλά είχα και συνεχίζω να προχωράω προς το μέρος της. Τότε βλέπω έναν 20αρη βαριά 25αρη να την πλησιάζει με μια σακούλα που φαινόταν πως είχε φαγητό μέσα, κάτι της λέει, άλλα τότε δεν είχα πλησιάσει αρκετά κοντά για να ακούσω κι εκείνη με ένα χαμόγελο γνέφει καταφατικά προς το μέρος του, σαν να περίμενε καιρό να ακούσει αυτά τα λόγια. Βγάζει απ’ τη σακούλα δυο μερίδες φαγητού μια για εκείνη μια για εκείνον και πια αφού είμαι πολύ κοντά για να ακούσω τα λογία του «Καλή μας όρεξη», της λέει σαν να την ξέρει χρόνια, «Να σε έχει ο Θεός, καλά παλικάρι μου» απάντησε με μια τρεμάμενη φωνή η οποία αποκάλυπτε τα δάκρυα στα μάτια της.
Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό του, ίσως και ποτέ να μην ξεχάσω τη φωνή του. Μεγαλώνοντας έτυχε να γνωρίσω κι άλλους τέτοιους ανθρώπους σαν εκείνο το παιδί που έκατσε να μοιραστεί ένα γεύμα μαζί με τη γριούλα. Θα τους βρεις σε κάποιο συσσίτιο της γειτονιάς σου, ή σε κάποιο κέντρο συγκέντρωσης μεταναστών ή ακόμα σε κάνα σοκάκι να μοιράζουν λίγη ανθρωπιά όπου μπορούν, το μόνο σίγουρο είναι πως όταν τους πετύχεις δε θα μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους.
Είναι μαγικό το μέγεθος θαυμασμού που σου προκαλούν αυτοί οι άνθρωποι με την ανιδιοτέλειά τους. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από ανθρώπους που έχουν συναισθήματα και πόσο μάλλον από αυτούς που νοιάζονται για τα συναισθήματα των συνανθρώπων τους. Είναι ένα θαυμάσιο δώρο, αλλά κι αρετή να νιώθουμε τον πόνο του διπλανού μας και να συμπάσχουμε μαζί του κι ενώ κάτι τέτοιο θα άλλαζε πολύ την κοινωνία μας, λίγοι είναι αυτοί που κουβαλούν αυτό το χάρισμα.
Ίσως γι’ αυτό να τους κοιτάμε, έτσι, αποχαυνωμένοι, γιατί πια τόσο σπάνιο είναι να βάζει κανείς το εγώ του στην άκρη για έναν άγνωστο που κάθε φορά, που τους αντικρίζουμε νιώθουμε την αθωότητα και την ειλικρίνεια που εκπέμπουν οι πράξεις τους.
Η Κατερίνα Γώγου είχε πει: Δύσκολοι καιροί. Και θα ‘ρθουνε κι άλλοι. Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά–, τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά: «Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Και σε αυτήν τη φράση ακριβώς έγκειται το ‘μεγαλείο αυτών των ανθρώπων, διότι ενώ είναι σαν όλους εμάς επέλεξαν να κάνουν το κάτι παραπάνω και να αφήσουν το θλιμμένο βλέμμα στην άκρη και με μια πράξη να μετατρέψουν την απογοήτευση σε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Επέλεξαν, δηλαδή, μια καθαρή συνείδηση ότι αυτό που μπορούσαν να κάνουν το έκαναν.
Αυτή η διαφορά της θεωρίας με την πράξη, αυτό το απόθεμα ψυχής είναι εκείνο που μας προκαλεί δέος και θαυμασμό προς αυτούς τους ανθρώπους, προς το παιδί που έκατσε ένα απόγευμα και μοιράστηκε ένα απλό γεύμα με τη γριούλα, κάπου, σε κάποιο πεζοδρόμιο στην Ερμού. Κι ενώ εμείς αύριο μεθαύριο θα τον ξεχάσουμε, εκείνη θα τον θυμάται για πάντα!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη