Το σπίτι είναι πολύ άδειο, ειδικά σήμερα. Κλείνω τα μάτια και γύρω κενό, κανένας ήχος, καμιά φωνή, τόσο άδειο που μου μοιάζει. Το έχεις νιώσει ίσως αυτό το καταραμένο τίποτα. «Από τότε που έφυγες τίποτα δεν έχει νόημα», κάπως έτσι το λένε. Τα έχεις πει κι εσύ αυτά;
Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ κι αυτές τις μέρες τις απεχθάνομαι. Τις μέρες που αισθάνομαι να αδειάζω από δύναμη, που τρέχω πίσω σε κάθε σου ανάμνηση κι αναλύω ένα προς ένα τα λάθη μου και δε σε αφήνω να πας από εκεί που ήρθες, που σε εκθειάζω και σε γκρεμίζω ταυτόχρονα και δεν ήθελα πότε να καταλήξεις για μένα αυτό το τίποτα. Πώς γίνεται τα πάντα να γίνονται ένα τίποτα; Νομίζω αυτό είναι που αναρωτιέμαι τους τελευταίους μήνες, αυτό που με κρατάει ακόμα πάνω σου. Ότι διαρκώς ψάχνω απαντήσεις σε ερωτήσεις που πρόκειται να μείνουν αναπάντητες.
Κάπου χαμένη μέσα σε όλο αυτό, γίνεται μια πάλη μεταξύ του εαυτού που ήμουν μαζί σου κι εκείνου του μισοτσακισμένου εαυτού που διαμορφώνω από όταν έφυγες. Κι ενώ παλεύω με νύχια και με δόντια να αφήσω καθετί που με ενώνει με εσένα, ένα τραγούδι, μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα είναι αρκετό για να σε φέρει πάλι στο μυαλό μου.
Θυμώνω και νευριάζω και μετά λυπάμαι που μια τόσο μεγάλη αγάπη έπρεπε να πάει έτσι κατευθείαν στα σκουπίδια. Δεν τέλειωσε τουλάχιστον ήσυχα κι αθόρυβα, με σεβασμό, όπως της άξιζε, άλλα με καταιγίδα, λες κι όλα όσα ζήσαμε, όλα όσα δώσαμε ήταν η ιστορία ενός άλλου, λες και δεν ερωτευτήκαμε ποτέ, λες κι εσύ δεν υπήρξες ποτέ.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω ότι η σιωπή, πράγματι, κάνει θόρυβο, τόσο πολύ που με ταρακουνάει τα βράδια, με κρατάει ξύπνια και μου στερεί την ανάσα. Είναι εκκωφαντική η σιωπή, δεν αντέχεται. Θέλω τόσο να τη σπάσω, να σου στείλω ένα μήνυμα να σου πω πως σ’ αγαπάω, να παραδεχτώ ότι μου λείπεις, να κλάψω για όλα όσα χάσαμε, να απαιτήσω μια συγγνώμη για όλα όσα τσάκισες.
Μέτα θυμάμαι όλες εκείνες τις φορές που πάλεψα με μένα για να σε δικαιολογήσω, για να μη φύγω βαρώντας την πόρτα χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω και κατεβάζω το τηλέφωνο. Δε θα σε πάρω ούτε και μήνυμα θα στείλω, γιατί η αγάπη είναι για δυο κι εγώ μονή μου προσπαθούσα πάντα.
Ούτε θα κέρδιζα ουσιαστικά κάτι με αυτό το τηλεφώνημα, μόνο ίσως να καταλάβαινα λίγο πώς νιώθεις. Αν αισθάνεσαι έστω και λίγο την απουσία, αν κάπου στο τέλος της μέρας, όταν η αυλαία πέφτει, όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από εσένα και τις σκέψεις σου, ξεπροβάλλω καθόλου στο μυαλό σου. Αν σκέφτεσαι καθόλου εκείνη τη μέρα που τα τινάξαμε όλα στον αέρα.
Θυμάμαι μου είχες πει «Είμαστε ένα ανοιχτό βιβλίο και δεν έχουμε γράψει τον τίτλο μας ακόμα». Θέλω να γράψω αυτόν τον τίτλο, το βιβλίο τέλειωσε, δεν είχε happy ending παρά έναν μισοτσακισμένο άνθρωπο. Δεν μπορώ άλλο να περιμένω έναν τίτλο σε μια ιστορία που έχει πια τελειώσει κι ενώ βρίσκω λέξεις για τα πάντα, γι’ αυτό δεν μπορώ. Κι ενώ έχω τόσο πολύ ανάγκη από αυτόν τον τίτλο –από εκείνον που θα βάλει αυτό που ζήσαμε στο παρελθόν– όλο και στερεύω από λέξεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη