«Αγαλματάκια ακούνητα
μέρα ή νύχτα;»
Ερώτηση παιχνιδιάρικη
ερώτηση ρητορική
συγκαλυμμένη έκφραση αμηχανίας.
Η μόνη ερώτηση που έμεινε.
Από το βάθος της αθωότητας
τσουλάει μαζί με τα δάκρυα
προς ολοταχώς για το μέλλον.
Εκεί στη γυαλιστερή τσουλήθρα
που καθρεφτίζει τον ήλιο
που πυρακτώνεται από την τριβή της επαφής
που σ’ αφήνει να νιώσεις τη βαρύτητα
και δίπλα, πάντα, η πελώρια τραμπάλα του κόσμου.
Σκουριασμένη από την ανάγκη να ζυγιαστεί η ύπαρξη
Να χοροπηδάει πάνω της
Από τη μια ο ασπρόμαυρος χρόνος
κι από την άλλη η πολύχρωμη ζωή
να ορίζει με τον τρόπο της
Σαν κυβιστικός πίνακας
την ανάγκη για διαχωρισμό.
Γύρω, γύρω όλοι
οι φόβοι χειροκροτούν
το μεγάλο παιχνίδι των αναμνήσεων
που αιωρούνται ανέμελες πια
πάνω στις κούνιες,
μπρος και πίσω,
χωρίς να μπορούν να σταθούν για μια στιγμή.
Τα στοιχειωμένων λόγια ερώτων
νεκρών πια
κείτονται κάτω από ξύλινες ταφόπλακες
κάτω από χαραγμένες καρδιές
και από τα κρυπτογραφημένα αρχικά ονομάτων
που κάποτε ξεγελάστηκαν,
μα θα έδιναν και τη ζωή τους για να ξεγελαστούν ξανά
από την ευπιστία της αθωότητας.
Και δυο μεταλλικοί κρίκοι
τα δυο κομμάτια μιας άλλοτε αδιάσπαστης αιωνιότητας
σαν δυο μεταλλικά διάφανα μάτια
κοιτούν τη νύχτα· αλυσοδεμένα περιμένουν ένα χέρι
που θα ζεστάνει τη μοναξιά τους
ένα χέρι που ξέρουν πως σταδιακά
θα τα ξεθωριάσει.
Κι όμως, περιμένουν το πρωί
γιατί το βράδυ ερημώνουν σε τόπους
που φτιάχτηκαν για να νικήσουν τη μοναξιά
Μια περίεργη κι απόκοσμη πάχνη
μια ομίχλη που θα διαλυθεί
από ανάσες της χαράς
και βήματα μισοσβησμένα,
Ίχνη μιας λεηλασίας της ησυχίας
θυμίζουν τη χαρά του μεσημεριού
Νέα βήματα που στην αυριανή αναγέννηση
φέρνουν πάντα το καινούριο παιχνίδι
και μια φωνή παρόμοια
στοχαστικά τοποθετημένη
αλληλένδετη με τον τόπο
εξακολουθεί να λέει:
«Αγαλματάκια ακούνητα
Μέρα και νύχτα!»