Μια πένθιμη καμπάνα χτύπησε.
Οι φωνές συνεχίζουν να μιλούν,
κανείς τους δεν την ακούει.
Η ζωή χάθηκε,
μα κανείς δεν το είδε.
Στέκουν όλοι τους τυφλοί προς τον θάνατο των διπλανών.
Αν αγαπώ ακόμα τον άνθρωπο;
Το προσπαθώ!
Γιγαντώνεται το πένθος κάθε μέρα, κάθε νύχτα.
Έπαψα ν’ ακούω κι εγώ.
Περπατώ στον κάθε κόσμο που πλάθω, μήπως αγγίζω το άπιαστο.
Όμορφο θα ήταν ο κόσμος να καεί συθέμελα,
ίσως, την επομένη φορά να υπάρξει καλοσύνη.
Ένα αγαθό που κρύβεται πίσω από τις γυάλες.
Μαύρες γυάλες, που στερούν
τον ήλιο,
τον αέρα,
τον διπλανό.
Αν ελπίζω ακόμα στον άνθρωπο;
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Ελπίζω να πέσουν με μιας κάποια στιγμή όλων τα τείχη.
Και θα ‘ναι για τον άνθρωπο.