Μυστικά κρυμμένα
καταχωνιασμένα σ’ ένα συρτάρι στο γραφείο.
Αν μάθαινες όλα όσα ποτέ είχα για σένα γράψει
ίσως τώρα με κοίταζες χωρίς ντροπή.
Ξημερώνει στην κάμαρη, μπαίνει ο ήλιος απ’ τις γρίλιες και φωτίζει τη σκόνη.
Εσύ όμως, στέκεσαι στη σκοτεινή πλευρά του δωματίου.
Εκείνα που ερχόντουσαν σαν φως δε θέλησες να τα περάσεις απ’ το κατώφλι
θυμίζοντάς μου πως το γλυκό φιλί κάποτε θα νοσταλγώ,
φωνάζοντας τη μία και μόνη λέξη μου κι εκείνη επιστρέφοντας, άδεια ν’ αντηχεί στους τοίχους.
Αργά ή γρήγορα ίσως ρθείς, αυτό θα πω στον εαυτό μου
κι έτσι, καθισμένος θα περιμένω το γλυκό πιοτό που θα με αλαφρώσει από τη δίψα ντροπής
για όσα μυστικά σου ‘χα κρυμμένα.