Μακριά σου,
ο αέρας γίνεται χάρτινος.
Ξεφλουδίζει τα φύλλα των δέντρων
σαν σελίδες παλιού τετραδίου
που γράφαμε μαζί τα ανείπωτα.
Δεν έχει βάρος.
Ούτε ήχο.
Σύρματα σιωπής μπλέκονται στον άδειο ουρανό,
ένα κουβάρι από «αν» και «γιατί»
που κανείς δεν ξετυλίγει.
Σηκώνω το βλέμμα,
κι ο άνεμος με ρωτάει πού είσαι.
Δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο ότι οι ανάσες μου
δεν κουβαλούν τίποτα δικό σου.
Γίνονται ελαφριές,
σπάζουν σαν ξερό χαρτί
που δεν μπορεί να γράψει τίποτα πια.
Μακριά σου,
ο αέρας δε φυσάει –
σκίζει μόνο,
και μέσα από τις ρωγμές του
ξεφεύγουν όλα όσα φοβόμουν να πω.