Μάλωσα με τον χρόνο.
Με αυτόν τον ψυχρό και άκαρδο διαβάτη.
Μάλωσα, αλλά κουβέντα δεν του πήρα.
Αμίλητος, ακλόνητος, αδιάφορος.
Μάλωσα κι ύστερα έπεσα στα γόνατα.
Παρακάλια, παρακάλια, παρακάλια.
Κι ύστερα, πάλι μάλωμα.
Μα εκείνος τίποτα, σταθερά αδιάφορος.
Ένα βλέμμα έριξε μονάχα.
Τόσο έντονο, τόσο ειρωνικό
θαρρείς πως είχε φωνή και μου ‘λεγε
«Ας προλάβαινες.»