Σ’ αντίκρισα απρόσμενα,
ίσως μετά από χρόνια.
Η σκέψη μου κάπως θόλωσε,
τα μάτια μου απόρησαν,
το κορμί μαρμάρωσε,
δεν ήξερε τι έβλεπε.
Ξύπνησαν βαλσαμωμένα αισθήματα
από τον χρόνο ξεχασμένα κι αποστειρωμένα.
Αφουγκράστηκα την ανάσα σου,
είδα τη μορφή σου,
που έστεκε αγέρωχη.
Ομολογώ την αδυναμία μου
να με χαλιναγωγήσω έστω και λίγο.
Είπα στον εαυτό μου να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει,
μα τα πόδια έμειναν καρφωμένα στο έδαφος.
Σ’ άφησαν να χαθείς.