Μιλώ για τις ώρες που βρέχει μέσα μου,
εκείνες που δύο χέρια γίνονται δίλημμα.
Το ένα κρατάει σπίρτο, το άλλο νερό.
Και μένω εγώ, ένα άναμμα στη μέση,
να διαλέγω πώς θα καώ.
Ο ένας έρωτας, σιωπή που μιλάει,
ο άλλος, φωνή που σωπαίνει.
Και οι δυο τους, ρίζες σε έδαφος ξένο,
ένα κορμί χωρισμένο στα δύο,
σαν σύνορα που δε θέλησαν ποτέ να χαραχτούν.
Ο πρώτος έχει μάτια που κοιτούν τη σκιά μου,
σαν να θέλει να τη φιλήσει,
ο δεύτερος, χέρια που ψάχνουν την πληγή,
σαν να θέλει να τη γιατρέψει.
Αναρωτιέμαι πού βρίσκεται το σπίτι.
Στην πόρτα που ανοίγει,
ή σε εκείνη που παραμένει μισάνοιχτη;
Κι αν το κλειδί είναι ίδιο,
ποιος ορίζει το δωμάτιο;
Μαζεύω τις λέξεις μου,
τις κρύβω σε φακέλους ανώνυμους.
«Για εκείνον» γράφει ο ένας.
«Για εκείνον» γράφει κι ο άλλος.
Δεν ξέρω πια πού να ταχυδρομήσω το φιλί μου.
Κι έτσι μένω,
ανάμεσα στις φωτιές.
Όχι για να ζεσταθώ.
Αλλά για να θυμηθώ
πώς είναι να ανήκεις σε μια μόνο φλόγα.