Εκείνοι σου σταθήκαν.
σαν πέρασες βράδια χλωμά,
κι αποζητούσες μοναξιά,
εκείνοι αντί να φύγουν, μείναν.
Γαλήνεψε η πληγή στ’ άγονα σοκάκια του μυαλού.
Φύτρωσε ύστερα η έμπνευση.
Εκείνοι, σ’ έδειξαν την τρέλα κι ας φώναζες για ηρεμία.
Φόρεσες γκρίνια στα δύσκολα, μα ντύθηκαν κι εκείνοι υπομονή.
Σου ‘μάθαν πώς να σπας την κάθε απόκρημνη σιγή.
Εκείνοι, που φίλους ντρέπομαι να βαφτίσω,
που σε κάθε μου στραβοπάτημα, στραβοπατούμε γελώντας μαζί.