Η μέθη που όλα τα θερμαίνει
τα φουντώνει, τα φέρνει στην επιφάνεια.
Ξέφρενους χορούς, πρώην διστακτικούς
και γέλια μ’ αλαφράδα.
Ανεπιτήδευτα βλέμματα κι αγόγγυστα,
τρέλα αποθηκευμένη κι άλλοτε κρυφή -σίγουρα ανείπωτη-
στα σκοτεινά κρυμμένη μ’ αναμονή και πειθαρχία.
Έτσι ειν’ το ελεύθερο, ανάμεσα σ’ ελεύθερους,
απ’ τις δήθεν κι επιφανειακές αναστολές.
Τι κι αν η κοινωνία η ευπρεπέστατη σεμνότυφα ξέρει να εξαπατά,
αυτό είναι ανάμεσα σε ζωντανούς, το καρδιοχτύπι που ενώνει,
μεθύσι με το ιερό ποτό του αληθινού.
Φίλε μου, έλα να μεθύσουμε
Να ‘ναι αυτό που ‘ναι να ‘ναι ο άνθρωπος μωρέ!
Άνθρωπος με την αλήθεια που μεθά.
Άνθρωπος μεθυσμένος για τη νόρμα.
Και για τον ουρανό και τη θάλασσα, άνθρωπος στα ίσια του.
Άνθρωπος τρελός και, τελικά, αναστημένος.