Δεν είμαι λυπημένος.
Ήταν η στιγμή του ονείρου,
που μου άνθιζε κάθε βράδυ μπουκέτα.
Το ένα τρίτο της ζωής μου.
Τι κι αν δεν ήμασταν τα πρωινά μαζί,
ο,τι δεν καταφέρνεις το πρωί
το πιάνεις μες το όνειρο το βράδυ
Κι αναστενάζουν οι θαλασσοδαρμένες μου ελπίδες,
σφοδροί άνεμοι,
άγρια ύδατα,
που ελεύθερα δολοφόνησαν μονάχα τον χρόνο.
Στρώσε μπροστά μου τα όνειρά σου, να δειπνήσουν μαζί με τα δικά μου
Ξάπλωσε δίπλα μου -θα βάλω και κόκκινο κρασί αν θες- όσο τα βλέπουμε να μεγαλώνουν.
Να ζούμε έξω απ’ τα όρια της φθοράς
διαβάζοντας ένα βιβλίο που σκίσαμε μαζί το τελευταίο του κεφάλαιο.
Αλίμονο σ’ όποιον δεν ονειρεύεται.
Γιατί, μωρό μου, είναι κρυμμένα στα όνειρα
των ανθρώπων τα φτερά.