‘Οταν μου είπες σ’ αγαπώ

δεν υπήρχαν βιολιά,
δεν έβρεχε,
κανένας δε χειροκρότησε.

Ήμασταν απλώς εμείς,
εσύ ξαπλωμένος στο κρεβάτι,
εγώ δίπλα σου
με ένα τσιγάρο που έσβηνε στο τασάκι,
και το είπες
έτσι απλά,
όπως λες «καλημέρα»
ή «θα βάλω κι άλλο ποτό».

Το είπες
και η γη δε σταμάτησε,
οι άνθρωποι ακόμα πήγαιναν στις δουλειές τους,
τα ρολόγια δεν έλιωσαν στους τοίχους.

Αλλά εγώ,
εγώ σκάλωσα.
σαν αδέσποτος σκύλος που του πετάς μπάλα
κι αυτός κάθεται και κοιτάζει
γιατί δεν είχε συνηθίσει
να του πετάνε τίποτα.

Κι εσύ γέλασες.
«Δεν είναι πυρηνική φυσική» είπες,
και εγώ ήθελα να σου πω
ότι ήταν ακριβώς αυτό –
μια έκρηξη.

Δεν απάντησα,
απλώς τράβηξα μια ρουφηξιά
και την άφησα να καεί,
όπως έκαιγε το «σ’ αγαπώ» σου
στον αέρα.

Κι ας μην έβρεξε.
Κι ας μην έπαιξε μουσική.
για πρώτη φορά στη ζωή μου,
ένιωσα
πως κάτι σήμαινα.