Στον πλατύ γιαλό,
κάτω απ’ το πεύκο θα σε περιμένω.
Σαν τότε, θυμάσαι;
Σκαρφαλώναμε γελώντας
«Αντέχεις;» σου φώναζα
«Σ’ ακολουθώ, είμαι πίσω σου»,
είπες κι έπειτα βούτηξες στον λατρεμένο βυθό του γιαλού.
Έπρεπε να φύγεις.
Ξέρω, δεν ήθελες.
«Πώς γίνεται να χαμογελάς» μου έλεγες, «δε λυπάσαι;».
Λυπάμαι, αλλά ξέρω.
Ξέρω ότι θα είσαι εδώ κάθε φορά μαζί μου.
Θα αναπνέεις στον θαλασσινό αέρα το άρωμά μου.
Θα νιώθεις μέσα στα χέρια σου κάθε κύτταρο του κορμιού μου.
Κάθε ανάσα του φιλιού μου.
Κι έτσι, τα βράδια θα βλέπω από τη βεράντα του σπιτιού το δειλινό και θα θυμάμαι.
Θα σε ευχαριστώ, εγώ και το νησί μας.
Θέλοντας πάντα να ξέρεις,
εδώ πως είμαι.
Μην αργείς.