Εκείνο το γιασεμί που μου έδωσες,
το όμορφο και μοσχομυρωδάτο.
Που αγέρωχα έστεκε κατάλευκο σ’ εκείνα τα παρτέρια,
στο σκοτεινό στενάκι στην Αντίπαρο.
Το έκοψες και μου το χάρισες.
Ήξερες, πόσο μου αρέσουν τα λουλούδια.
Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπη με μια μυρωδιά τους δεν παύω να το ομολογώ.
Και κάθε φορά αναμένω, εσύ, να μου χαρίσεις ένα.
Και κάθε φορά σε ανύποπτο χρόνο, εσύ, μου χαρίζεις κι από ένα.
Και κάθε φορά ξαφνιάζομαι.
Και κάθε φορά, εσύ, μου τα χαρίζεις με την ίδια προσδοκία.
Με μια κρυφή χαρά, να γεννηθεί ο ενθουσιασμός στο γυάλισμα των ματιών μου.
Και κάθε φορά χαίρομαι.
Όλα τα λουλούδια που πέρασαν από τα χέρια μας, έχουν χωρέσει τον έρωτά μας.
Όσα μου χάρισες τα έχω φυλαγμένα.
Για όλα τα λουλούδια που κάποτε μου χάρισες,
δεν υπάρχει πια κανένα, που να μη μυρίζει «εσύ».