Σε κοιτάζω
κι οι λέξεις που μου προσφέρεις
αποκτούν τη βαρύτητα
ενός ξεχασμένου χειρόγραφου,
ενώ εγώ τις αφήνω να καταρρεύσουν.

Εσύ –
φάρος αλώβητος,
η αλχημεία της γαλήνης
σ’ έναν κόσμο που μυρίζει καμένο μετάξι.

Εγώ –
ο θραύστης της ισορροπίας,
μια φιγούρα πλεγμένη
από λεπτή, εύθραυστη παραίσθηση.

Η ανάσα σου,
ένας αδόκιμος ψαλμός,
μου αποκαλύπτει
ό,τι αρνούμαι να δω:
πως η ρωγμή είμαι εγώ.

Πώς γίνεται να σε κρατώ
με δάχτυλα γεμάτα αγκάθια;
Να σου απλώνω χέρι
ενώ το άλλο κρύβει μαχαίρι;

Οι ενοχές –
ένας αέναος σίφωνας,
παρασύρουν τη συγγνώμη μου
πριν προλάβει να αρθρωθεί.

Είμαι ο τερμίτης
που τρώει τα θεμέλια του “μαζί”.
Ένας καθρέφτης που ραγίζει
όταν τον κοιτάς για πολύ.

Κι όμως, μένεις.
Γιατί μένεις;
Είναι επιλογή ή αυταπάτη;
Το φως σου,
λύχνος ή ο σκληρός φακός της ανάκρισης;

Μακάρι να μπορούσα
να εξορκίσω την ασχήμια μου
και να σου γίνω
όχι λύση,
αλλά έστω μια πνοή, να βγαίνει δίχως βάρος.