Έγινες η σκιά που δεν αγγίζει το σώμα,
ένα φως που σβήνει πριν το βλέμμα το συναντήσει.
Οι λέξεις μας, θραύσματα τώρα·
ένα γυαλί ραγισμένο στο βάθος της μνήμης.

Πώς σπάει έτσι η παρουσία;
Πώς διαλύεται ο ήχος του ονόματός σου
μέσα στη φασαρία των πραγμάτων;

Αγγίζω τον αέρα,
μήπως βρω το χέρι σου, ή έστω τη σκιά του.
Ο χρόνος, τόσο χαιρέκακος
στέκει μπροστά μου και γελάει δυνατά, ως να με ταπεινώσει.

Κι εγώ, σκυμμένος,
ψάχνω στον πάτο του καφέ,
στις γωνίες των 4 αυτών τοίχων,
στις τσακίσεις ενός βιβλίου που άφησες αδιάβαστο.

Είναι στιγμές που ξεγελιέμαι.
Σκέφτομαι πως, ίσως, σε κάποιο άλλο δωμάτιο,
αναπνέεις τον ίδιο αέρα.
Μα η απουσία σου
είναι πιο βαρύ πράγμα απ’ τον ίδιο τον κόσμο.

Κι όμως, δεν έχεις φύγει.
Είσαι εδώ.
Όχι σαν εικόνα,
αλλά σαν κενό που δονείται,
σαν ερώτηση που δε θα απαντηθεί.

Δε θα ξαναείσαι ποτέ.
Αυτό το «ποτέ»
είναι η μόνη βεβαιότητα
που κατοικεί πια μέσα μου.