Γράφει ο Αναστάσιος Κοπελίτης

 

Η σπιτονοικοκυρά σου·

Τη συνάντησα στην είσοδο της πολυκατοικίας σου.

Μια γυναίκα που η ζωή την έχει ξεθωριάσει αλλά η ενέργειά της ήταν μαγνητική

Με ρώτησε αν ορκίστηκα- γιατί, λέει, κρατούσα ένα λευκό τριαντάφυλλο.

Της είπα «όχι».

Κι εκείνη έγνεψε,

με την ήρεμη σοφία όσων ξέρουν όσα δε λέγονται.

Με μια κίνηση αργή, σχεδόν τελετουργική,

με άφησε να τη βοηθήσω στα σκαλιά.

Όταν ήταν νέα, τα ανέβαινε με μιας,

με τα τακούνια της να σημαίνουν τον ρυθμό.

Δεν το έλεγε με παράπονο, δεν τη στεναχωρούσε.

Χαιρόταν που έβλεπε εμένα που τις θύμισα αυτές τις στιγμές.

Άραγε, της έχουν δώσει ποτέ λουλούδια;

Το ένιωσα πως με συμπάθησε —

τα μάτια της, καθρέφτες διαφανείς,

μου το είπαν.

Χάρηκε που σου πήρα τριαντάφυλλο.

Είδε την αγάπη μέσα μου —

καθαρή, άφθαρτη, σαν την ψυχή ενός παιδιού.

Για μια στιγμή, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον.

Η σιωπή της μίλησε, η σιωπή μου απάντησε.

Ήταν πανέμορφη—

όχι με την ομορφιά της νιότης,

αλλά μ’ εκείνη που αφήνει πίσω της η ζωή.

 

Συντάκτης: Δάφνη Κανελλοπούλου