Σκέψεις πλανώνται αθώα,

ακαταδίκαστα μέσα σ’ ένα δωμάτιο

Αέρας νωπός, καπνός, θα έλεγα ικανοποιητικά σκούρος, για να μπορέσουμε να πούμε αλήθειες.

Κι όσο απογείωνα στον νου μου όνειρα

σαν καταιγίδα μου τα ‘στρεφε απωθημένα.

Σκέψεις πλανώνται αθώα

σε όμορφα πρόσωπα

που ‘χουν την ψύχρα μα και την αίγλη μιας πορσελάνης.

Δεν κοίταξες. Όφειλα συνεπώς κι εγώ να μην κοιτάξω.

Άσε πως δεν κούνησα το βλέμμα από απάνω σου.

Θα ‘ταν κι αυτό, θαρρείς, οφθαλμαπάτη.

Σκέψεις πλανώνται αθώα,

έσβησε το τσιγάρο με περισυλλογή

σαν να νοστάλγησα άλλη μια τζούρα ελευθερίας.

Σαν να νοστάλγησα εκείνη τη νιότη

που έπαιζε με τον θάνατο

σαν να’ταν φίλος παιδικός.

Κι εγώ η αντανάκλαση

Σε να ραγισμένο καθρέφτη που ‘χα λες από πάντα απλωμένο στα πόδια μου.

Σκέψεις πλανώνται αθώα,

τόσο αθώα,

που μόνο σ ένα άδειο εγκέφαλο από εσένα μπορούσαν να υπάρξουν.

Ήταν που έπρεπε κάπως να προχωρήσουμε

κι εσύ είχες πάψει να με σπρώχνεις

προς τον καλύτερο εαυτό μου.

 

Συντάκτης: Νικόλας Γεωργίου