Ήθελα μόνο να μιλάμε.

Να βρέχει έξω απ’ το μπαλκόνι

κι εσύ να καταλαγιάζεις μ’ ένα άγγιγμα

όλα εκείνα που σου ‘χα πει πως φοβάμαι.

Να σου λέω τα μεγάλα μου παράπονα·

που δεν ταξίδεψα ακόμη σ’ όλο τον κόσμο, που δε μου πέτυχε το φαγητό, που ‘χω φαρδύνει, που ‘χω μεγαλώσει.

Να στα ‘λεγα όλα εκείνες τις κρύες νύχτες που μεσολάβησαν καλοκαίρια,

καλοκαίρια που μονάχα τους ανθίζουν.

Κι είχα μια ελπίδα πως τα επόμενα θα τ´ανθίζαμε μαζι.

Ήθελα μόνο να μιλάμε,

αθώα και πρωτίστως αβίαστα

χωρίς την κούραση να σκαρφίζεται το μυαλό μου επιχειρήματα,

να απαντήσει στα δικά σου.

Γιατί αλλιώς δε θα έλεγες να καταλάβεις

πόσον έρωτα ξοδεύω να ‘μαι πλάι σου, μα να ’μαι μόνος.

Ήθελα μόνο να μιλάμε,

ήθελα μόνο να ’σαι εδώ και να το νιώθω.

Ήθελες κι εσύ μάτια μου να είμαι εδώ- όταν βόλευε μονάχα.

Δεν άντεξα. Τι απορείς;

Ότι αφήνεις, σε αφήνει, κανόνας απαράβατος.

Συντάκτης: Νικόλας Γεωργίου