Ήθελα απλώς να σου χάριζα λίγη απ’ τη μαγεία των αστεριών μιας ανοιξιάτικης νύχτας.

Ξέχασα όμως πως τ’ αστέρια πέφτουν κάποτε.

Άλλοτε τρέχουν προς την ευχή ενός παιδιού, κι άλλοτε σβήνουν, για δυο μεγάλους που δεν υπήρξαν παρά μόνο μια τρεμάμενη λάμψη της νύχτας.

Κι ενώ βλέπαμε χωριστά τον ίδιο ουρανό, δεν έκλεισα τα μάτια μου,

γιατί δεν ήμουν εκεί που ήθελα, ν’ ανοίξω τη ψυχή μου.

Έμεινα ξάγρυπνος να παρηγορώ τ’ αστέρια που ‘χαν δανειστεί κι απόψε, μια θλίψη.

Στο νοικιασμένο μου δωμάτιο, το τόσο ξένο, που προσωπικά και ιδιόκτητα έντυνε η σκιά σου.

Καημένοι έρωτες, δεν άντεξαν να γράψουν ακόμα ένα κεφάλαιο.

Φτωχές ώρες, με ωραίο φεγγάρι.

Τι ήμασταν;

Παράτολμοι! Ακίνδυνοι, μα απαγορευμένοι.

Με μια καθωσπρέπει γραβάτα σαν μέγγενη,

μας πιάνει κόμπο η κοινωνία απ’ τον λαιμό και τον στενεύει.

Φταίει που δεν τολμήσαμε να υπάρχουμε, πόσω μάλλον να ζούμε.

Ήθελα να σου χάριζα τ’ αστέρια,

μα πλέον ξέρω,

πως στ’ αστέρια δεν κάνει να τριγυρίζουν οι δειλοί!

Συντάκτης: Νικόλας Γεωργίου