Τη φοβόμουν την επιστροφή σου χρόνια.
Αν και την ήθελα και την αποζητούσα σαν τρελή.
Δηλαδή εμένα φοβόμουν
ότι θα σε αφήσω τόσο εύκολα,
να εισβάλλεις ξανά στη ζωή μου.
Παρ’ όλες τις άμυνες που έχτιζα
και πότιζα μέσα μου επί χρόνια.
Μπροστά στο παρουσιαστικό σου γκρεμίστηκαν όλες, μαράθηκαν.
Μόλις σ’ αντίκρισα να κάθεσαι αγέρωχος,
άρχισε σιγά σιγά η αποδόμηση όλων των αμυνών μου.
Κι όποιες αμφιβολίες είχα
ότι δεν έπρεπε να ξαν’ αφεθώ
σκορπίστηκαν σαν τα φύλλα των δέντρων σε φθινοπωρινό μπουρίνι.
Γι’ άλλη μια φορά,
το βλέμμα σου και η αγκαλιά σου αρκούσαν
και με παρέσυραν στη δίνη σου.
Μία δύνη που μόνος σου όριζες τη δύναμή της.
Κι ακόμα την ορίζεις.