Οι σκιές απλώνονται κι αθόρυβα ακολουθούν,

σε αγγίζουν στην ψυχή κι έρχεται το κρύο.

Ακούγονται κάποιες νότες, γυρνάς να ζήσεις με θέληση.

Οι νότες απομακρύνονται και μένεις πάλι μόνος.

Προχωράς.

Προχωράς;

Μα πού να πας;

Ολόγυρα μόνο κενό,

οι σκιές απλώνονται κι αθόρυβα ακολουθούν,

σε αγγίζουν στην ψυχή και κάνει τόσο κρύο.

Μια μυρωδιά από ένα άρωμα θαμπό σε κατευθύνει.

Η μυρωδιά χάνεται και στέκεις πάλι μόνος.

Στέκεσαι.

Στέκεσαι;

Μα πού να σταθείς;

Ολόγυρα μόνο κενό

και βουτάς.

Πέφτεις,

πέφτεις.

Ώσπου να σηκωθείς ξανά με μια στάλα δύναμη.

Οι πληγές ανοιχτές, δείχνουν ποιος είσαι,

τι είσαι.

Ο ουρανός έχασε μια πινελιά από το μπλε και γέμισε μαύρο.

Το αγαπημένο,

μα τόσο επικίνδυνο.

Οι σκιές λυγίζουν και ξεμπλέκουν τα δίχτυα τους από πάνω σου.

Είσαι ελεύθερος.

Είσαι άνθρωπε;

Συντάκτης: Στάθης Αναστασίου