Στη θερμή σου αγκαλιά κάποιο χάραμα,
βγήκε μια βόλτα η λάμψη και το φως από τον ματιών σου την άκρη.
Δεν ξέρω πόσες εποχές πέρασαν κάνοντας έρωτα,
όσο εγώ χανόμουν σε κάποια ηλιαχτίδα που περνούσε από τη ρωγμή του παραθύρου.
Σε ρώτησα κάποια στιγμή, θυμάμαι, τι κάνεις όταν πλησιάζει το καλοκαίρι.
Χαμογέλασες και μου είπες πως όταν έχεις φως, το φως δεν το φοβάσαι.
Κι εγώ θαρρώ κατάλαβα πια τι εννοούσες.
Έκλεισα τότε τα μάτια μου, ακουμπώντας τη δροσιά σου
λες κι είμαστε κάτω απ’ το νερό, σ’ ένα άλμα του δικού μας κύματος.
Εκεί που το φως, πάντοτε και το ‘ξερες, διαθλάται και μαλακώνει.