Τα παιδιά της πόλης κλείνονται σε μικρά δωμάτια,
γεμάτα από την τέχνη τους και μικρά ενθύμια απ’ όλα τα νησιά που πήγαν το καλοκαίρι.

Τα παιδιά της πόλης παίζουν βιντεοπαιχνίδια και φοράνε ακουστικά όλη μέρα στο δρόμο,
όταν περιμένουν στη στάση του λεωφορείου και μέσα στο μετρό,
όταν ο ήχος από τα τρένα δεν τα ξεκουφαίνει ή ο θόρυβος από τις γυναίκες που μιλάνε στις 7 το πρωί.
Όταν όλοι νυστάζουν.

Τα παιδιά της πόλης, κάποια δουλεύουν και κάποια γυρνάνε.
Στη γύρα όλο το βράδυ, και ύπνο το πρωί με κλειστά παντζούρια.

Οι ζωντανοί το πρωί βάζουν τα καλά τους. Οι ζωντανοί νεκροί
περιμένουν το σούρουπο που ο καπνός στα ρούχα σηκώνεται.

Καμία σχέση δεν έχουν με τα παιδιά του χωριού,
αλλ’ άμα κάτσουν παρέα τα λένε ωραία.

Τα παιδιά της πόλης έχουν δει κι έχουν ακούσει,
γaμιούνται τυχαία κι από τύχη κι άμα τύχει.

Δεν είναι εύκολο το γaμήσι στην πόλη,
όσο δεν είναι και στο χωριό.

Ο έρωτας λείπει από τις πόλεις αλλά και απ’ τα χωριά μας.
Ο έρωτας κρύβεται κάπου αλλού, που καμιά φορά δεν τον νιώθουμε.
Κι όταν τον νιώσουμε, είναι άβολος κι eθιστικός.
Και τόσο ωραίος.

Κάποια παιδιά στην πόλη κολλάνε με αυτό.
Είναι εξαρτημένα πρeζάκια του έρωτα και κάνουν ανήθικο σ3ξ κάθε βράδυ.
Καλά παιδιά. Όχι όλα, αλλά καλά παιδιά.
Αλίμονο σε ‘μας τις φεμινίστριες.

Συντάκτης: Αγγελική Θεοχαρίδη