Τα όνειρα ήταν πάντοτε για τους φευγάτους
μόνο για εκείνους,
που ήξεραν να πετάνε
και τα πόδια τους σπάνια ακουμπούσαν στη γη.
Οι άλλοι, τους κοιτούσαν από τη χαραμάδα,
να ξεδιπλώνονται
να τσαλακώνονται
και να ζουν.
Έκριναν τα πάντα
από μακριά
χωρίς να έχουν βουτήξει μέσα.
Κοιτάζοντας
χωρίς να βλέπουν.
Κρίνοντας
χωρίς να πράττουν.
Κρύβοντας τη ζωή
απ’ τη ζωή την ίδια,
με τα χέρια σταυρωμένα
πίσω από την πλάτη
μουρμουρίζοντας πόσα δεν έκαναν οι άλλοι
για τη δική τους τη ζωή.