Μέσα σε τόσα και τόσα λόγια αδιάφορα, ξέφυγε απ’ το στόμα μου τ’ όνομά σου.

Κι ήταν σαν ξάφνου να ‘ρθε και πάλι καλοκαίρι,

σαν τ’ άρωμα της νιότης που λούζονται τα παιδιά πριν τις κραιπάλες,

σαν μια ανεμελιά, αμυδρά γνώριμη.

Σαν μια φωτογραφία που πάγωσε στον χρόνο,

με τα κορμιά μας διακριτικά, μόλις πλάι-πλάι,

μα εγώ να βλέπω ακόμα τα χείλη μου να μην ξεκολλούν απ’ τα δικά σου.

Σαν σπίτι που ‘πιάσε φωτιά, σαν παράθυρο γυμνό απ’ τις κουρτίνες,

που σε απόγνωση ανεμίζουν τα φύλλα του στο πέρασμα του ανέμου.

Φωτιά, εσύ κι αέρα μου.

Καταστροφή.

Τι μυστήριο πλάσμα ο άνθρωπος!

Χρειάζεται να πεθαίνει ξανά και ξανά για έναν ανεξίτηλο έρωτα,

για να καταλάβει επιτέλους, για ποιον πραγματικά ζει.

Συντάκτης: Νικόλας Γεωργίου