Δε θα μιλούσες, όχι.
Το ξέρω.
Θα με έβλεπες να απομακρύνομαι.
Με βαριά βήματα και το βλέμμα
μια στο πλακόστρωτο
και μια στην προκυμαία.
Μα δε θα μιλούσες.
Δε θα έλεγες τίποτε.
Θα έκανες τάχα ότι κοιτάς το ρολόι σου,
έπειτα θα έψαχνες κάτι στον χάρτινο φάκελο,
όπως συνήθιζες να κάνεις κάθε φορά που ήσουν σε αμηχανία.
Και θα στεκόσουν εκεί.
Ο αέρας θα φυσούσε τις σκέψεις που ξέφυγαν.
Τα μάτια μας θα έτσουζαν από την αλμύρα και τα δάκρυα
το πλοίο για το νησί θα σφύριζε.
Κι εσύ θα κοιτούσες τώρα πια το πλακόστρωτο.
Μόνο αυτό θα χωρούσε,
στον ορίζοντα των σχεδίων που είχες φτιάξει για εμάς.
Τα βήματά μου θα ήταν τώρα πιο γρήγορα.
Να προλάβουν.
Μα, εσύ,
δε θα μιλούσες.
Θα έμενες εκεί.
Στο πλακόστρωτο.