Όλοι γύρω μεγαλώνουν, αλλάζουν
κι εγώ μένω ίδια σ’ έναν κόσμο που διαρκώς είναι σε κίνηση.
Εγώ εκεί, εκεί που με άφησες τελευταία φορά,
με μια μικρή ρυτίδα στο μέτωπο.
Να απορώ, να μην ξέρω πώς βρέθηκα εδώ ακίνητη, μέσα σε πλήθος κόσμου.
Εύχομαι να είμαι αόρατη κι ορατή ταυτόχρονα·
δεν ξέρω γιατί και πώς, μα ζω σε μια δίνη.
Όσο πιο γρήγορα στροβιλίζεται γύρω μου,
εγώ τόσο πιο μαρμαρωμένη μένω.
Περιμένω κάποιον να έρθει να με τραβήξει
κι αυτός ο κάποιος να έχει και πρόσωπο και φωνή
και μυρωδιά και όνομα που ποτέ δεν ξεχνώ.
Κι αν τύχει κι άλλος με σώσει τελικά,
θα επιστρέφω πάντα και θα περιμένω
ξανά και ξανά.
Μέχρι να βρει(ς) το θάρρος μου.