Λύγισα, μα δε με πίστεψες.
Θέλησες να συνεχίσεις το παιχνίδι με τις λέξεις,
το παιχνίδι με τις έννοιες.
Δύο μάτια που σε κοίταζαν ανόθευτα
θέλησες να τα συντρίψεις με κάθε κόστος.
Να φανείς η δυνατή.
Πρωταγωνίστησες απ’ την αρχή στη ζωή μου.
Δε ζήτησα κάτι.
Δεν ήθελα τίποτα.
Μέσα στη ροή των χρόνων κυλούσες στις φλέβες μου.
Τα μάτια μου έχαναν από σένα,
αιμορραγούσε το μέσα μου,
άδειαζαν οι κόρες.
Έφευγαν τα χρώματα.
Μια συνήθεια ήμουν, τίποτα παραπάνω.
Ένας ζωγράφος χωρίς πινέλα.
Ένας καμβάς χωρίς χρώματα.
Άδειος.