Ένα τσιγάρο δρόμο είπα θα κάνω,
μα έκανα τον δρόμο τασάκι και ξέχασα να επιστρέψω.
Άναψα άλλο ένα κι άφησα τη στάχτη πίσω μου,
θα μ’ οδηγήσει σπίτι, είπα, μα την πήρε ο αέρας.
Συντροφιά μου η σκιά μου, προορισμός κανένας.
Γδέρνω τη σόλα του παπουτσιού μου στην άσφαλτο,
να σπάσει την ησυχία της βαριεστημένης μου ανάσας.
Σιγοτραγουδάω, μα δε θυμάμαι τα λόγια- μόνο τον ρυθμό.
Το τσιγάρο κάηκε, κρυώνω.
Κάνω να επιστρέψω, ακόμη να βρω τον δρόμο.
Ίσως τελικά γυρίσω όταν κι η στάχτη απ’ το τσιγάρο μου γυρίσει στο πακέτο της.