Μωβ φθινόπωρο θύμιζε η όψη σου.

Μελαγχολικά έπεφταν τα μαλλιά σου.

Άνοιγες τα χέρια σου,

ρυάκια έτρεχαν 

απ’τις άκρες των δακτύλων σου.

Πρωτοβρόχι

μύριζε η ανάσα σου.

Αρώματα της γης

ανέδυε το πέρασμά σου.

Κι αυτά τα μάτια σου,

αν με άφηνες να τα δω,

ίσως τότε να καταλάβαινες

ότι είμαι το σύννεφο που ρούφα τις μπόρες σου.

Ίσως τότε να καταλάβαινες 

ότι είμαι το σύννεφο που ξεσπά με καταιγίδες,

για όσους τολμούν και σε πληγώνουν.

Συντάκτης: Γεώργιος Σιλιβάκος